πληρωτής: Difference between revisions

From LSJ

Βίος κέκληται δ' ὡς βίᾳ πορίζεται → Vi quia paratur vita, vita dicitur → Weil's auf gewaltsamem Streben beruht, heißt's Lebensgut

Menander, Monostichoi, 66
(Bailly1_4)
(33)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />créancier d’une masse formée de cotisations.<br />'''Étymologie:''' [[πληρόω]].
|btext=οῦ (ὁ) :<br />créancier d’une masse formée de cotisations.<br />'''Étymologie:''' [[πληρόω]].
}}
{{grml
|mltxt=ο, θηλ. πληρώτρια, η, ΝΑ, και [[πλερωτής]] Ν [[πληρώ]] / [[πληρώνω]]<br /><b>1.</b> αυτός που παρέχει χρηματικό [[ποσό]] για [[αγορά]]<br /><b>2.</b> αυτός που καταβάλλει ένα [[ποσό]] για την [[εξόφληση]] οφειλής, [[είτε]] [[είναι]] ο [[ίδιος]] [[οφειλέτης]] [[είτε]] ενεργεί για λογαριασμό άλλου ατόμου<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (σχετικά με γραμμάτια και συναλλαγματικές) αυτός που έχει την [[υποχρέωση]] της εξόφλησής τους, ο [[εκδότης]] του γραμματίου ή ο [[αποδέκτης]] της συναλλαγματικής<br /><b>2.</b> <b>παροιμ.</b> «[[εγγυητής]] και [[πληρωτής]]» — [[συνήθως]] ο εγγυώμενος πληρώνει αυτός ο [[ίδιος]] από τα δικά του για τον πρωτοφειλέτη<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που απαρτίζει, που συγκροτεί [[κάτι]]<br /><b>2.</b> αυτός που συμπληρώνει έγγραφα<br /><b>3.</b> <b>εκκλ.</b> αυτός που εκπληρώνει τον [[θείο]] νόμο ή ένα [[τυπικό]]<br /><b>4.</b> (<b>το αρσ. στον πληθ.</b>) <i>οἱ πληρωταί</i><br />[[αξίωμα]], [[πιθανώς]] οικονομικής φύσεως, στην Αίγυπτο, την [[εποχή]] τών Πτολεμαίων.
}}
}}

Revision as of 12:18, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πληρωτής Medium diacritics: πληρωτής Low diacritics: πληρωτής Capitals: ΠΛΗΡΩΤΗΣ
Transliteration A: plērōtḗs Transliteration B: plērōtēs Transliteration C: plirotis Beta Code: plhrwth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ,

   A one who completes, π. ἐράνου jointlender in an ἔρανος, D.21.101, cf. 184, 25.21, Hyp.Ath.7 (pl.): in sg., treasurer of an ἔρανος, π. καὶ συνερανισταί IG22.2721; = ἐράνου συναγωγός, Hsch.    II one who fills up documents, Lyd.Mag.3.11,68.    2 in Egypt, holder of a local office of unknown nature, PFay.23 Intr. (ii A. D.); γραμματεὺς πληρωτῶν PHamb.59 (ii A. D.).

German (Pape)

[Seite 635] ὁ, der Füllende, Ausfüllende, vollzählig Machende; πλ. ἐράνου, Dem. 25, 21, vgl. 21, 101, = ἐρανιστής, der zur vollen Zahl Beitragende, Gehörende, VLL.; Harpocr. erkl. ὁ ἀποδιδοὺς τὸν ἔρανον τοῖς ἤτοι λαχοῦσιν ἢ ἐωνημένοις.

Greek (Liddell-Scott)

πληρωτής: -οῦ ὁ, πληρῶν, συμπληρωτής, πλ. = ἐρανάρχης, (ἐράνου συναγωγός, Ἡσύχ.), Δημ. 547, 18., 574, 14, 776. 7, ἴδε Ἑρμηνευτὰς εἰς Ἡσύχ. 3. σ. 980, ἔκδ. Ἀλβέρτου. ΙΙ. ὁ ἀποτίνων, πληρώνων, οἱ τῶν χρεωστούντων πληρωταί, οἱ πληρώνοντες τὰ χρέη τῶν χρεωστούντων, Εὐσ. Ἀλεξ. 425D.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
créancier d’une masse formée de cotisations.
Étymologie: πληρόω.

Greek Monolingual

ο, θηλ. πληρώτρια, η, ΝΑ, και πλερωτής Ν πληρώ / πληρώνω
1. αυτός που παρέχει χρηματικό ποσό για αγορά
2. αυτός που καταβάλλει ένα ποσό για την εξόφληση οφειλής, είτε είναι ο ίδιος οφειλέτης είτε ενεργεί για λογαριασμό άλλου ατόμου
νεοελλ.
1. (σχετικά με γραμμάτια και συναλλαγματικές) αυτός που έχει την υποχρέωση της εξόφλησής τους, ο εκδότης του γραμματίου ή ο αποδέκτης της συναλλαγματικής
2. παροιμ. «εγγυητής και πληρωτής» — συνήθως ο εγγυώμενος πληρώνει αυτός ο ίδιος από τα δικά του για τον πρωτοφειλέτη
αρχ.
1. αυτός που απαρτίζει, που συγκροτεί κάτι
2. αυτός που συμπληρώνει έγγραφα
3. εκκλ. αυτός που εκπληρώνει τον θείο νόμο ή ένα τυπικό
4. (το αρσ. στον πληθ.) οἱ πληρωταί
αξίωμα, πιθανώς οικονομικής φύσεως, στην Αίγυπτο, την εποχή τών Πτολεμαίων.