φοινικοφαής: Difference between revisions

From LSJ

Μετὰ δικαίου ἀεὶ διατριβὰς ποιοῦ (Μετὰ δικαίωντὰς διατριβὰς ποιοῦ) → Cum iustis semper versare in eodem loco → Mit den Gerechten pflege Umgang immerfort

Menander, Monostichoi, 367
(Bailly1_5)
(45)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />brillant de couleur rouge, d’un rouge brillant.<br />'''Étymologie:''' [[φοῖνιξ]]¹, [[φάος]].
|btext=ής, ές :<br />brillant de couleur rouge, d’un rouge brillant.<br />'''Étymologie:''' [[φοῖνιξ]]¹, [[φάος]].
}}
{{grml
|mltxt=-ές, Α<br />αυτός που φαίνεται [[πορφυρός]], που δίνει την [[εντύπωση]] του πορφυρού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φοῖνιξ]] (Ι), -οίνικος «πορφυρό [[χρώμα]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>φαής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φάος]] / <i>φῶς</i>), <b>πρβλ.</b> <i>λευκο</i>-<i>φαής</i>, <i>χρυσο</i>-<i>φαής</i>].
}}
}}

Revision as of 12:48, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φοινῑκοφᾰής Medium diacritics: φοινικοφαής Low diacritics: φοινικοφαής Capitals: ΦΟΙΝΙΚΟΦΑΗΣ
Transliteration A: phoinikophaḗs Transliteration B: phoinikophaēs Transliteration C: foinikofais Beta Code: foinikofah/s

English (LSJ)

ές,

   A ruddy-glancing, πούς E.Ion163(lyr.).

German (Pape)

[Seite 1296] ές, purpurroth scheinend, leuchtend, Eur. πούς, Ion 163.

Greek (Liddell-Scott)

φοινῐκοφαής: -ές, ὁ φαινόμενος φοινικοῦς, οὐκ ἄλλῃ φοινικοφαῆ πόδα κινήσεις; Εὐρ. Ἴων 163 (ὁ Nauck προτείνει φοινικοβαφῆ).

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
brillant de couleur rouge, d’un rouge brillant.
Étymologie: φοῖνιξ¹, φάος.

Greek Monolingual

-ές, Α
αυτός που φαίνεται πορφυρός, που δίνει την εντύπωση του πορφυρού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φοῖνιξ (Ι), -οίνικος «πορφυρό χρώμα» + -φαής (< φάος / φῶς), πρβλ. λευκο-φαής, χρυσο-φαής].