συναμιλλάομαι: Difference between revisions

From LSJ

Τὸ γὰρ περισσὰ πράσσειν οὐκ ἔχει νοῦν οὐδένα → There is no sense in doing things beyond the usual measure

Sophocles, Antigone, 67-68
(Bailly1_5)
(6)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=-ῶμαι;<br />lutter ensemble.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἁμιλλάομαι]].
|btext=-ῶμαι;<br />lutter ensemble.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἁμιλλάομαι]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''συνᾰμιλλάομαι:''' μέλ. <i>-ήσομαι</i>, αποθ., [[διαγωνίζομαι]] ή [[αμιλλώμαι]], [[μάχομαι]] μαζί με, σε Ευρ.
}}
}}

Revision as of 01:56, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνᾰμιλλάομαι Medium diacritics: συναμιλλάομαι Low diacritics: συναμιλλάομαι Capitals: ΣΥΝΑΜΙΛΛΑΟΜΑΙ
Transliteration A: synamilláomai Transliteration B: synamillaomai Transliteration C: synamillaomai Beta Code: sunamilla/omai

English (LSJ)

Med.,

   A contend or struggle together, E.HF1206 (lyr., συναμιλλαταί 'rivals' Murray), Plu.2.786f.

German (Pape)

[Seite 999] dep. pass., mit Andern zugleich wetteifern; Eur. Herc. Fur. 1205; Plut. an seni 6.

Greek (Liddell-Scott)

συνᾰμιλλάομαι: ἀποθ., ἁμιλλῶμαι, ἢ ἀγωνίζομαι ὁμοῦ, δακρύοις συναμιλλᾶται Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1205 (ἔνθα ὁ Ἕρμαν. διορθοῖ δακρύοισιν ἁμιλλᾶται), ἴδε σημ. Paley, Πλούτ. 2. 786Ε.

French (Bailly abrégé)

-ῶμαι;
lutter ensemble.
Étymologie: σύν, ἁμιλλάομαι.

Greek Monotonic

συνᾰμιλλάομαι: μέλ. -ήσομαι, αποθ., διαγωνίζομαι ή αμιλλώμαι, μάχομαι μαζί με, σε Ευρ.