σιτοδοτέω: Difference between revisions

From LSJ

κάμψαι διαύλου θάτερον κῶλον πάλινbend back along the second turn of the race, turning the bend and coming back for the second leg of the double run, run the homeward course, retrace one's steps

Source
(Bailly1_4)
(6)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />distribuer du blé à, acc. ; <i>Pass.</i> recevoir une distribution de blé.<br />'''Étymologie:''' [[σιτοδότης]].
|btext=-ῶ :<br />distribuer du blé à, acc. ; <i>Pass.</i> recevoir une distribution de blé.<br />'''Étymologie:''' [[σιτοδότης]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''σῑτοδοτέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[εφοδιάζω]] με τρόφιμα, προμήθειες, [[τροφοδοτώ]] — Παθ., μου παρέχονται τρόφιμα, [[προμηθεύομαι]], εφοδιάζομαι, τροφοδοτούμαι, σε Θουκ.
}}
}}

Revision as of 01:40, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σῑτοδοτέω Medium diacritics: σιτοδοτέω Low diacritics: σιτοδοτέω Capitals: ΣΙΤΟΔΟΤΕΩ
Transliteration A: sitodotéō Transliteration B: sitodoteō Transliteration C: sitodoteo Beta Code: sitodote/w

English (LSJ)

   A furnish corn, Poll.6.36, Them.Or.23.289b.    II furnish with provisions or victuals, δραπέτας IG5(1).1390.81 (Andania, i B.C.), cf. Them.Or.23.292d:—Pass., to be provisioned, victualled, Th.4.39, PCair.Zen.620.14 (iii B.C.); esp. at Rome, of the recipients of the corn-dole, ὁσιτοδοτούμενος ὄχλος or δῆμος, D.C.43.21, 55.10.

German (Pape)

[Seite 885] Getreide geben, mit Getreide versehen, Poll. 6, 36, ἐσιτοδοτοῦντο, Thuc. 4, 39; σιτοδοτούμενοι = σῖτον ἀπομετρούμενοι, B. A. 302; vgl. σιτομετρέω.

Greek (Liddell-Scott)

σῑτοδοτέω: παρέχω σῖτον ἢ ζωοτροφίας, ὡς τὸ σιτομετρέω, Πολυδ. Ϛ΄, 36. ΙΙ. ἐφοδιάζω μὲ σῖτον ἢ μὲ τροφάς, τινας Θεμίστ. 292D. ― Παθ., λαμβάνω τροφάς, ζωοτροφίας, Θουκ. 4. 39· μάλιστα ἐν Ρώμῃ, ὁ σιτοδοτούμενος ὄχλοςδῆμος Δίων Κ. 43. 21., 55. 10· πρβλ. σιτηρέσιον, σιτοδοσία.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
distribuer du blé à, acc. ; Pass. recevoir une distribution de blé.
Étymologie: σιτοδότης.

Greek Monotonic

σῑτοδοτέω: μέλ. -ήσω, εφοδιάζω με τρόφιμα, προμήθειες, τροφοδοτώ — Παθ., μου παρέχονται τρόφιμα, προμηθεύομαι, εφοδιάζομαι, τροφοδοτούμαι, σε Θουκ.