Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

σανίδωμα: Difference between revisions

From LSJ

Εἷς ἐστι δοῦλος οἰκίας ὁ δεσπότης → Unus familiae servus ipse adeo est herus → Nur einen Sklaven gibt's allein im Haus, den Herrn

Menander, Monostichoi, 168
(Bailly1_4)
(36)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />plancher.<br />'''Étymologie:''' [[σανιδόω]].
|btext=ατος (τό) :<br />plancher.<br />'''Étymologie:''' [[σανιδόω]].
}}
{{grml
|mltxt=το, ΝΑ [[σανιδῶ]]<br /><b>1.</b> η [[ενέργεια]] και το [[αποτέλεσμα]] του [[σανιδώνω]], η [[επίστρωση]], η [[επικάλυψη]] με σανίδες, [[σανίδωση]]<br /><b>2.</b> <b>συνεκδ.</b> α) [[πάτωμα]] από σανίδες<br />β) οι σανίδες που χρησιμοποιούνται για την [[επίστρωση]] πατώματος<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ([[ιδίως]]) το [[κατάστρωμα]] πλοίου («τῶν μακρῶν πλοίων σανιδώματα», Θεόφρ.)<br /><b>2.</b> <b>συνεκδ.</b> επικλινές [[τραπέζι]] κατασκευασμένο από σανίδες.
}}
}}

Revision as of 12:27, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σᾰνίδωμα Medium diacritics: σανίδωμα Low diacritics: σανίδωμα Capitals: ΣΑΝΙΔΩΜΑ
Transliteration A: sanídōma Transliteration B: sanidōma Transliteration C: sanidoma Beta Code: sani/dwma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A planking, framework, Ath.Mech.17.14, Plb.1.22.6, 6.23.3, LXX 3 Ma.4.10; τῶν μακρῶν πλοίων Thphr.HP 5.7.5 (pl.); of a gateway, Hld.9.3; sloping table, Agatharch. 27.

German (Pape)

[Seite 861] τό, eine Decke, Lage von Brettern, bes. das Schiffsverdeck; nach Pol. 6, 23, 3 besteht der römische Schild ἐκ διπλοῦ σανιδώματος.

Greek (Liddell-Scott)

σᾰνίδωμα: τό, (σανιδόω) πάτωμα ἐκ σανίδων, Πολύβ. 1. 22, 6., 6. 23· τὸ κατάστρωμα πλοίου, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 5. 7, 5.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
plancher.
Étymologie: σανιδόω.

Greek Monolingual

το, ΝΑ σανιδῶ
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του σανιδώνω, η επίστρωση, η επικάλυψη με σανίδες, σανίδωση
2. συνεκδ. α) πάτωμα από σανίδες
β) οι σανίδες που χρησιμοποιούνται για την επίστρωση πατώματος
αρχ.
1. (ιδίως) το κατάστρωμα πλοίου («τῶν μακρῶν πλοίων σανιδώματα», Θεόφρ.)
2. συνεκδ. επικλινές τραπέζι κατασκευασμένο από σανίδες.