σημαιοφόρος: Difference between revisions

From LSJ

ἐὰν ἃ τοῖς ἄλλοις ἐπιτιμῶμεν, αὐτοὶ μὴ δρῶμεν → avoid doing what you would blame others for doing

Source
(Bailly1_4)
(37)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />porte-enseigne (<i>cf. lat.</i> signifer).<br />'''Étymologie:''' [[σημαία]], [[φέρω]].
|btext=ου (ὁ) :<br />porte-enseigne (<i>cf. lat.</i> signifer).<br />'''Étymologie:''' [[σημαία]], [[φέρω]].
}}
{{grml
|mltxt=ο, η / [[σημαιοφόρος]] -ον, ΝΜΑ, και [[σιμαιοφόρος]] Μ, και [[σημαιαφόρος]] και [[σημειοφόρος]] και [[σημεαφόρος]] και [[σημηαφόρος]] και [[σημιαφόρος]] και [[σιμιαφόρος]] και [[σημιαφώρος]] Α<br />αυτός που κρατάει τη [[σημαία]] σε μια [[εκδήλωση]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>ναυτ.</b> ο [[πρώτος]] [[βαθμός]] αξιωματικού στο πολεμικό [[ναυτικό]], που αντιστοιχεί με τον βαθμό του ανθυπολοχαγού<br /><b>2.</b> [[πρωταγωνιστής]] ή [[πρωτεργάτης]] σε [[πολιτική]], κοινωνική ή [[άλλη]] [[κίνηση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σημαία]] / [[σημεία]] / [[σημέα]] <span style="color: red;">+</span> -[[φόρος]]].
}}
}}

Revision as of 12:28, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σημαιοφόρος Medium diacritics: σημαιοφόρος Low diacritics: σημαιοφόρος Capitals: ΣΗΜΑΙΟΦΟΡΟΣ
Transliteration A: sēmaiophóros Transliteration B: sēmaiophoros Transliteration C: simaioforos Beta Code: shmaiofo/ros

English (LSJ)

   A v. σημειοφόρος.

German (Pape)

[Seite 874] die Fahne tragend, Fahnenträger, signifer; Pol. 6, 24, 6; Plut. Galb. 22.

Greek (Liddell-Scott)

σημαιοφόρος: -ον, Λατ. signifer, ὁ φέρων, κρατῶν τὴν σημαίαν, ὡς καὶ νῦν, Πολύβ. 6. 24, 6, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
porte-enseigne (cf. lat. signifer).
Étymologie: σημαία, φέρω.

Greek Monolingual

ο, η / σημαιοφόρος -ον, ΝΜΑ, και σιμαιοφόρος Μ, και σημαιαφόρος και σημειοφόρος και σημεαφόρος και σημηαφόρος και σημιαφόρος και σιμιαφόρος και σημιαφώρος Α
αυτός που κρατάει τη σημαία σε μια εκδήλωση
νεοελλ.
1. ναυτ. ο πρώτος βαθμός αξιωματικού στο πολεμικό ναυτικό, που αντιστοιχεί με τον βαθμό του ανθυπολοχαγού
2. πρωταγωνιστής ή πρωτεργάτης σε πολιτική, κοινωνική ή άλλη κίνηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σημαία / σημεία / σημέα + -φόρος].