σκοῖδος: Difference between revisions

From LSJ

ἄδικον ἦν πλοῦτον ἔχειν παρὰ νόμον → it is unjust to have money against the law

Source
(Bailly1_4)
(37)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />= [[οἰκονόμος]], [[ταμίας]], nom d’un fonctionnaire macédonien. Ἡ [[λέξις]] κεῖται [[ἐν]] ταῖς ἐπιστολαῖς Ἀλεξάνδρου.<br />'''Étymologie:''' DELG [[σχίζω]].
|btext=ου (ὁ) :<br />= [[οἰκονόμος]], [[ταμίας]], nom d’un fonctionnaire macédonien. Ἡ [[λέξις]] κεῖται [[ἐν]] ταῖς ἐπιστολαῖς Ἀλεξάνδρου.<br />'''Étymologie:''' DELG [[σχίζω]].
}}
{{grml
|mltxt=ὁ, Α<br />(μακεδονική λ.)<br /><b>1.</b> [[διοικητής]] ή [[διαχειριστής]] ή [[ταμίας]]<br /><b>2.</b> [[προσωνυμία]] του Διονύσου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η [[σύνδεση]] του τ. με το αρχ. ινδ. <i>cheda</i> «[[χωρισμός]]» και την [[οικογένεια]] του [[σχίζω]] παραμένει αμφίβολη. Κατ' άλλους, η λ. συνδέεται με το ρ. <i>κοῶ</i> «[[ακούω]]»].
}}
}}

Revision as of 12:30, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκοῖδος Medium diacritics: σκοῖδος Low diacritics: σκοίδος Capitals: ΣΚΟΙΔΟΣ
Transliteration A: skoîdos Transliteration B: skoidos Transliteration C: skoidos Beta Code: skoi=dos

English (LSJ)

(for which κοῖδος is wrongly given by codd. of Arc.47), ὁ, Maced. for διοικητής or ταμίας, Poll.10.16, Hsch., Phot.: as epith. of Dionysus, Men.Kith.Fr.9.

German (Pape)

[Seite 901] ὁ, macedonisch für διοικητής, ταμίας, auch κοῖδος geschrieben. – Auch Beiw. des Dionysus, Hemst. Poll. 10, 16, Mein. Men. p. 97.

Greek (Liddell-Scott)

σκοῖδος: ἢ κοῖδος (Ἀρκάδ. 47), ὁ, Μακεδ. ἀντὶ διοικητὴς ἢ ταμίας, Πολυδ. Ι΄, 16, Φώτ., Ἡσύχ.· ὡς ἐπίθετ. τοῦ Διονύσου, Μένανδρ. ἐν «Κιθαρῳδῷ» 9, ἴδε Hemst. εἰς Πολυδ. ἔνθ’ ἀνωτ.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
= οἰκονόμος, ταμίας, nom d’un fonctionnaire macédonien. Ἡ λέξις κεῖται ἐν ταῖς ἐπιστολαῖς Ἀλεξάνδρου.
Étymologie: DELG σχίζω.

Greek Monolingual

ὁ, Α
(μακεδονική λ.)
1. διοικητής ή διαχειριστής ή ταμίας
2. προσωνυμία του Διονύσου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η σύνδεση του τ. με το αρχ. ινδ. cheda «χωρισμός» και την οικογένεια του σχίζω παραμένει αμφίβολη. Κατ' άλλους, η λ. συνδέεται με το ρ. κοῶ «ακούω»].