συνεπιβαίνω: Difference between revisions

From LSJ

Αὐρήλιοι... πατρὶ... καὶ μητρὶ... μνήμης χάριν → The Aurelii, in memory of their father and mother (inscription from Aizonai, Phrygia)

Source
(Bailly1_5)
(39)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=monter ensemble sur, gén..<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἐπιβαίνω]].
|btext=monter ensemble sur, gén..<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἐπιβαίνω]].
}}
{{grml
|mltxt=ΜA<br />[[ανεβαίνω]] σε κάποιον [[μαζί]] ή συγχρόνως με άλλον («ὁ [[σαργὸς]]... τοὺς ἀσθενεστέρους ἑαυτοῡ κωλύει συνεπιβαίνειν», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[επιχειρώ]] [[κάτι]] από κοινού με άλλον, [[συμμετέχω]] σε [[επιχείρηση]] ή σε [[υπόθεση]]<br /><b>2.</b> [[καταπατώ]] [[επίσης]]<br /><b>3.</b> [[κάνω]] κάποιον να ανέβει [[κάπου]] («πύργοις ἀκοντιστὰς συνεπιβήσας», <b>Ιώσ.</b>).
}}
}}

Revision as of 12:35, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνεπιβαίνω Medium diacritics: συνεπιβαίνω Low diacritics: συνεπιβαίνω Capitals: ΣΥΝΕΠΙΒΑΙΝΩ
Transliteration A: synepibaínō Transliteration B: synepibainō Transliteration C: synepivaino Beta Code: sunepibai/nw

English (LSJ)

   A mount together, Arist.HA591b21; τοῦ τείχους on the wall, Plu.TG4; mount a ladder together, Plb.10.13.8.    II enter upon or undertake along with, τινι Antipho 2.2.13.    III trample on as well, σ. ἐν ταῖς συμφοραῖς τινι J.BJ1.24.8.    IV trans., aor. 1 part. -βήσας, cause to mount, πύργοις ἀκοντιστάς ib.3.7.30.

Greek (Liddell-Scott)

συνεπιβαίνω: ἐπιβαίνω ὁμοῦ, «ὁ σάργος... τοὺς ἀσθενεστέρους ἑαυτοῦ κωλύει συνεπιβαίνειν» Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 2, 31· τοῦ τείχους, ἐπὶ τοῦ τείχους, Πλουτ. Τ. Γράκχ. 4· ἀναβαίνω ὁμοῦ κλίμακα, Πολύβ. 10. 13, 8. ΙΙ. ἐπιχειρῶ τι ὁμοῦ μετά τινος, τινί τι Ἀντιφῶν 117. 41.

French (Bailly abrégé)

monter ensemble sur, gén..
Étymologie: σύν, ἐπιβαίνω.

Greek Monolingual

ΜA
ανεβαίνω σε κάποιον μαζί ή συγχρόνως με άλλον («ὁ σαργὸς... τοὺς ἀσθενεστέρους ἑαυτοῡ κωλύει συνεπιβαίνειν», Αριστοτ.)
αρχ.
1. επιχειρώ κάτι από κοινού με άλλον, συμμετέχω σε επιχείρηση ή σε υπόθεση
2. καταπατώ επίσης
3. κάνω κάποιον να ανέβει κάπου («πύργοις ἀκοντιστὰς συνεπιβήσας», Ιώσ.).