ὑδρεία: Difference between revisions

From LSJ

κρατίστην εἶναι δημοκρατίαν τὴν μήτε πλουσίους ἄγαν μήτε πένητας ἔχουσαν πολίτας → the best democracy is that in which the citizens are neither very rich nor very poor (Thales/Plutarch)

Source
(Bailly1_5)
(42)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> action de puiser de l’eau;<br /><b>2</b> lieu où l’on puise de l’eau.<br />'''Étymologie:''' [[ὑδρεύω]].
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> action de puiser de l’eau;<br /><b>2</b> lieu où l’on puise de l’eau.<br />'''Étymologie:''' [[ὑδρεύω]].
}}
{{grml
|mltxt=ἡ, Α [[υδρεύω]]<br /><b>1.</b> ύδρευση<br /><b>2.</b> [[πότισμα]] («φιλεῑ δὲ καὶ ὑδρείαν [[σφόδρα]] τὸ [[δένδρον]]», Θεόφρ.)<br /><b>3.</b> [[τόπος]] άντλησης νερού, [[πηγή]] ή [[κρήνη]].
}}
}}

Revision as of 12:50, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑδρεία Medium diacritics: ὑδρεία Low diacritics: υδρεία Capitals: ΥΔΡΕΙΑ
Transliteration A: hydreía Transliteration B: hydreia Transliteration C: ydreia Beta Code: u(drei/a

English (LSJ)

ἡ,

   A drawing water, fetching water, Th.7.13, Pl.Lg.844b, Plb.2.9.2, etc.: in pl., Pl.Ax.371e.    2 distribution of water, watering, irrigation, Id.Lg.761c, Thphr.HP2.6.3: metaph., ἡ ἐκ τῆς κοιλίας ἐπὶ τὰς φλέβας ὑ, Pl.Ti.78b, cf. 77d.    II watering-place, Plu.Them. 9.—Cf. ὑδρία fin.

German (Pape)

[Seite 1173] ἡ, 1) das Wasserschöpfen, Wasserholen; Thuc. 7, 13; Plat. Legg. VIII, 844 b; Δαναΐ δων ὑδρεῖαι ἀτελεῖς, Ax. 371 e; Folgde, wie Pol. oft. – 2) das Wasser selbst, das Gewässer, D. Sic.

Greek (Liddell-Scott)

ὑδρεία: ἡ, (ὑδρεύω) τὸ ὑδρεύεσθαι, ἀντλεῖν ἢ λαμβάνειν ὕδωρ, Θουκ. 7. 13, Πλάτ. Νόμ. 844Β, Πολύβ., κλπ.· ἐν τῷ πληθ., Πλάτ. Ἀξ. 371Ε. 2) διανομὴ ἢ παροχὴ ὕδατος, ὕδρευσις ἢ ἄρδευσις, πότισμα, ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 761C, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστορ. 2. 6, 3· - μεταφ., ἡ ἐκ τῆς κοιλίας ἐπὶ τὰς φλέβας ὑ. Πλάτ. Τίμ. 78Β, πρβλ. 77D. ΙΙ. τόπος, πηγὴ ἢ κρήνη πρὸς ὕδρευσιν, περὶ τὰ ναύλοχα καὶ τὰς ὑδρείας Πλουτ. Θεμ. 9. - Πρβλ. ὑδρία ἐν τέλ.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 action de puiser de l’eau;
2 lieu où l’on puise de l’eau.
Étymologie: ὑδρεύω.

Greek Monolingual

ἡ, Α υδρεύω
1. ύδρευση
2. πότισμα («φιλεῑ δὲ καὶ ὑδρείαν σφόδρα τὸ δένδρον», Θεόφρ.)
3. τόπος άντλησης νερού, πηγή ή κρήνη.