Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

χάσμημα: Difference between revisions

From LSJ

Ἐν γὰρ γυναιξὶ πίστιν οὐκ ἔξεστ' ἰδεῖν → Vix feminarum in genere reperies fidem → Bei Frauen lässt sich Treue nämlich nicht erspäh'n

Menander, Monostichoi, 161
(Bailly1_5)
(46)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />large bec.<br />'''Étymologie:''' [[χασμάομαι]].
|btext=ατος (τό) :<br />large bec.<br />'''Étymologie:''' [[χασμάομαι]].
}}
{{grml
|mltxt=το, ΝΑ [[χασμῶμαι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φυσιολ.</b> νευροφυτικό αντανακλαστικό που εκδηλώνεται με ευρεία [[διάνοιξη]] του στόματος και [[βαθιά]], παρατεταμένη και [[συχνά]] θορυβώδη [[εισπνοή]] και το οποίο αποτελεί [[σημείο]] κόπωσης, νύστας, πείνας, ανίας ή και υποβολής<br /><b>αρχ.</b><br />το [[άνοιγμα]] στόματος που χάσκει.
}}
}}

Revision as of 12:46, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χάσμημα Medium diacritics: χάσμημα Low diacritics: χάσμημα Capitals: ΧΑΣΜΗΜΑ
Transliteration A: chásmēma Transliteration B: chasmēma Transliteration C: chasmima Beta Code: xa/smhma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A a wide yawn or gape, Ar.Av.61.

German (Pape)

[Seite 1340] τό, das Gähnende, Aufklaffende, die Oeffnung des weit aufgesperrten Mundes, Ar. Av. 61.

Greek (Liddell-Scott)

χάσμημα: τό, τὸ ἄνοιγμα τοῦ στόματος τοῦ χασμωμένου, Λατ. rictus, Ἄπολλον ἀποτρόπαιε, τοῦ χασμήματος, «ἐπεὶ πρόσωπον ὀρνέου ἐποίησεν ὁ ὑποκριτὴς ἔχοντος τὸ ῥάμφος κεχηνός, διὰ τοῦτο εἶπε χασμήματος» (Σχόλ.), Ἀριστοφ. Ὄρν. 61.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
large bec.
Étymologie: χασμάομαι.

Greek Monolingual

το, ΝΑ χασμῶμαι
νεοελλ.
φυσιολ. νευροφυτικό αντανακλαστικό που εκδηλώνεται με ευρεία διάνοιξη του στόματος και βαθιά, παρατεταμένη και συχνά θορυβώδη εισπνοή και το οποίο αποτελεί σημείο κόπωσης, νύστας, πείνας, ανίας ή και υποβολής
αρχ.
το άνοιγμα στόματος που χάσκει.