χρησμολόγος: Difference between revisions
ὅταν δὲ τἄμ' ἀθυμήσαντ' ἴδῃς, σύ μου τὸ δεινὸν καὶ διαφθαρὲν φρενῶν ἴσχναινε παραμυθοῦ θ' → whenever you see me despondent over my situation, do what you can to lessen and relieve what is wild and senseless in my thinking | whenever you see me despondent, you must cure the grim derangement of my mind and encourage me
(Bailly1_5) |
(47b) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui prononce <i>ou</i> rend des oracles;<br /><b>2</b> qui interprète <i>ou</i> explique les oracles.<br />'''Étymologie:''' [[χρησμός]], [[λέγω]]³. | |btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui prononce <i>ou</i> rend des oracles;<br /><b>2</b> qui interprète <i>ou</i> explique les oracles.<br />'''Étymologie:''' [[χρησμός]], [[λέγω]]³. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ο / [[χρησμολόγος]], -ον, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> αυτός που απαγγέλλει χρησμούς, [[μάντης]]<br /><b>2.</b> αυτός που ερμηνεύει χρησμούς<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>το αρσ. και θηλ. ως ουσ.</b> <i>ο</i>, <i>η [[χρησμολόγος]]<br />[[άτομο]] που συλλέγει χρησμούς, προκειμένου να τους μελετήσει<br /><b>2.</b> [[πρόσωπο]] που αρέσκεται στην [[χρησιμοποίηση]] ακατανόητων λόγων<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που ασχολείται με τη [[συλλογή]] χρησμών για να κερδίσει χρήματα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χρησμός]] <span style="color: red;">+</span> -[[λόγος]]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:09, 29 September 2017
English (LSJ)
(parox.), ον,
A uttering oracles, χ. ἀνήρ soothsayer, diviner, Hdt.1.62, 8.96; of Musaeus, S.Fr.1116. II expounder of oracles, Hdt.7.142,143; and in 7.6, of Onomacritus, collector of oracles, oracle-monger, cf. Ar.Av.960, Pax1047, Th.2.8,21.
German (Pape)
[Seite 1375] Orakel sprechend, weissagend, prophezeihend; ἀνήρ Her. 1, 62; Soph. bei Schol. Ar. Ran. 1065; Ar. Pax 1012 u. öfter; Thuc. 2, 8. 21; Xen. Hell. 3, 3,3; auch = das Orakel deutend, auslegend, Her. 7, 142. 143; auch Orakelsammler, 7, 6.
Greek (Liddell-Scott)
χρησμολόγος: -ον, ὁ ἀπαγγέλλων χρησμούς, ὁ χρησμοδοτῶν, μάντις, χ. ἀνήρ, μάντις, προφήτης, Ἡρόδοτ. 1. 62., 8. 96· ἐπὶ τοῦ Μουσαίου, Σοφ. Ἀποσπ. 960. ΙΙ. ὁ ἑρμηνεύων τοὺς χρησμούς, Ἡρόδ. 7. 142, 143· καὶ ἐν 7. 6, πιθανῶς ὁ συλλέγων χρησμούς, ποιῶν συλλογὴν αὐτῶν πρὸς χρηματισμόν, πρβλ. Ἀριστοφ. Ὄρν. 960. Εἰρ. 1047, Θουκ. 2. 8, 21.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui prononce ou rend des oracles;
2 qui interprète ou explique les oracles.
Étymologie: χρησμός, λέγω³.
Greek Monolingual
-ο / χρησμολόγος, -ον, ΝΜΑ
1. αυτός που απαγγέλλει χρησμούς, μάντης
2. αυτός που ερμηνεύει χρησμούς
νεοελλ.
1. το αρσ. και θηλ. ως ουσ. ο, η χρησμολόγος
άτομο που συλλέγει χρησμούς, προκειμένου να τους μελετήσει
2. πρόσωπο που αρέσκεται στην χρησιμοποίηση ακατανόητων λόγων
αρχ.
αυτός που ασχολείται με τη συλλογή χρησμών για να κερδίσει χρήματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρησμός + -λόγος].