ὡρακιάω: Difference between revisions
Αὐρήλιοι... πατρὶ... καὶ μητρὶ... μνήμης χάριν → The Aurelii, in memory of their father and mother (inscription from Aizonai, Phrygia)
(Bailly1_5) |
(6) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=-ῶ :<br />tomber en défaillance.<br />'''Étymologie:''' DELG étym. hypoth. | |btext=-ῶ :<br />tomber en défaillance.<br />'''Étymologie:''' DELG étym. hypoth. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ὡρᾱκιάω:''' μέλ. -άσω [ᾱ], [[λιποψυχώ]], [[λιποθυμώ]], σε Αριστοφ. (αμφίβ. προέλ.). | |||
}} | }} |
Revision as of 02:40, 31 December 2018
English (LSJ)
A faint, swoon away, Ar.Ra.481, Pax702, and in later Prose, as Phld.Acad.Ind.p.50M., Lib.Decl.26.33, 31.34, Them.Or. 26.314b.—Moer.p.425P. writes it with the aspir., as Att. for λιποψυχέω. Others wrote it ὠρακιάω as if for ὠχριάω, and this sense is given to the word by Aristaenet.1.10, Procop.Arc.10, Sch.Ar.Pax l.c.
Greek (Liddell-Scott)
ὡρᾱκιάω: μέλλ. -άσω, [ᾱ], λιποψυχῶ, λιποθυμῶ, Ἀριστοφάν. Βάτρ. 481, Εἰρ. 702, καὶ παρὰ μεταγεν. πεζογράφοις, οἷον ἐν Λιβαν. 4. 143, 209, Θεμιστίῳ 214Β· ― ὁ Μοῖρ. 425, γράφει τὴν λέξιν ὀρθῶς διὰ δασείας καὶ λέγει ὅτι εἶναι Ἀττικὴ ἀντὶ τοῦ λιποψυχέω, «ὡρακιᾶν Ἀττικοί, λιποψυχεῖν Ἕλληνες». Ἕτεροι γράφουσιν ὠρακιάω διὰ ψιλῆς, οἱονεὶ ἀντὶ ὠχριάω, ταύτην δὲ τὴν σημασίαν ἀποδίδει εἰς τὴν λέξιν ὁ Ἀρισταίν. 1. 10, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Εἰρ. ἔνθ’ ἀνωτ.· πρβλ. Λοβεκ. Παθολ. 381. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «ὡρακιᾶν· τὸ ἐν τοῖς βαλανείοις ἐκλύεσθαι ἢ σκοτοῦσθαι, καὶ ὠχριᾶν», καὶ: «ὡρακιᾶν· λιποψυχεῖν. ἐκλύεσθαι καὶ σκοτοῦσθαι μετὰ ὠχριάσεως ἢ καὶ ἱδρῶτος. οἱ δὲ ναυσιᾶν καὶ σκοτοῦσθαι».
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
tomber en défaillance.
Étymologie: DELG étym. hypoth.
Greek Monotonic
ὡρᾱκιάω: μέλ. -άσω [ᾱ], λιποψυχώ, λιποθυμώ, σε Αριστοφ. (αμφίβ. προέλ.).