χωλαίνω: Difference between revisions

From LSJ

νόσημα γὰρ αἴσχιστον εἶναί φημι συνθέτους λόγους → for I consider false words to be the foulest sickness

Source
(Bailly1_5)
(47c)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=<b>1</b> <i>tr.</i> rendre boiteux ; <i>Pass.</i> devenir boiteux, boiter;<br /><b>2</b> <i>intr.</i> être boiteux.<br />'''Étymologie:''' [[χωλός]].
|btext=<b>1</b> <i>tr.</i> rendre boiteux ; <i>Pass.</i> devenir boiteux, boiter;<br /><b>2</b> <i>intr.</i> être boiteux.<br />'''Étymologie:''' [[χωλός]].
}}
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ [[χωλός]]<br /><b>1.</b> <b>(μτβ.)</b> [[προκαλώ]] [[χωλότητα]] σε κάποιον, [[κάνω]] κάποιον [[κουτσό]]<br /><b>2.</b> <b>(αμτβ.)</b> α) [[είμαι]] [[κουτσός]]<br />β) [[κουτσαίνω]], δεν [[μπορώ]] να περπατήσω κανονικά (α. «με ἐν [[υπόδημα]], χωλαίνων και πατών επί [[ακανθών]]», Παπαδ.<br />β. «τοὺς χωλαίνοντας ὄνους», Γεωπ.<br />γ. «καὶ ἔπεσε καὶ ἐχωλάνθη», ΠΔ)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b> [[καρκινοβατώ]], [[βραδυπορώ]], δεν [[λειτουργώ]] κανονικά («χωλαίνουν οι δημόσιες υπηρεσίες»).
}}
}}

Revision as of 06:16, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χωλαίνω Medium diacritics: χωλαίνω Low diacritics: χωλαίνω Capitals: ΧΩΛΑΙΝΩ
Transliteration A: chōlaínō Transliteration B: chōlainō Transliteration C: cholaino Beta Code: xwlai/nw

English (LSJ)

fut. -ᾰνῶ, LXX 3 Ki.18.21: aor. ἐχώλᾱνα ib.Ps.17(18).46:—

   A to be or go lame, Pl.Lg.795b, Hp.Mi.374c, POxy.465.39(ii A. D.), etc.    II trans., make lame, Sch.T Il.8.402:—Pass., ἐχωλάνθη LXX 2 Ki.4.4.

German (Pape)

[Seite 1386] 1) lahm machen, lähmen. – 2) intr., lahm sein, lahmen, Plat. Legg. VII, 795 b u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

χωλαίνω: μέλλ. -ᾰνῶ, εἶμαι χωλός, «κουτσαίνω», Πλάτ. Νόμ. 795Β, ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. Ἐλάττ. 374C. ΙΙ. μεταβ., καθιστῶ τινα χωλόν, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Η. 402. ― Παθ., =τῷ ἐνεργ. Ι, ἐχωλάνθη Ἑβδ. (Β΄ Βασ. Δ΄, 4).

French (Bailly abrégé)

1 tr. rendre boiteux ; Pass. devenir boiteux, boiter;
2 intr. être boiteux.
Étymologie: χωλός.

Greek Monolingual

ΝΜΑ χωλός
1. (μτβ.) προκαλώ χωλότητα σε κάποιον, κάνω κάποιον κουτσό
2. (αμτβ.) α) είμαι κουτσός
β) κουτσαίνω, δεν μπορώ να περπατήσω κανονικά (α. «με ἐν υπόδημα, χωλαίνων και πατών επί ακανθών», Παπαδ.
β. «τοὺς χωλαίνοντας ὄνους», Γεωπ.
γ. «καὶ ἔπεσε καὶ ἐχωλάνθη», ΠΔ)
νεοελλ.
μτφ. καρκινοβατώ, βραδυπορώ, δεν λειτουργώ κανονικά («χωλαίνουν οι δημόσιες υπηρεσίες»).