ὑψίκρημνος: Difference between revisions

From LSJ

ἠργάζετο τῷ σώματι μισθαρνοῦσα τοῖς βουλομένοις αὐτῇ πλησιάζειν → she lived as a prostitute letting out her person for hire to those who wished to enjoy her, she worked with her body by hiring herself out to anyone who wanted to have sex with her

Source
(Bailly1_5)
(44)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />bâti sur une hauteur escarpée.<br />'''Étymologie:''' [[ὕψι]], [[κρημνός]].
|btext=ος, ον :<br />bâti sur une hauteur escarpée.<br />'''Étymologie:''' [[ὕψι]], [[κρημνός]].
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> (για όρος) αυτός που έχει ψηλούς κρημνούς, [[απότομος]]<br /><b>2.</b> (για [[πόλη]]) ο χτισμένος [[πάνω]] σε ψηλό και απότομο βράχο («ὑψίκρημνον οἳ [[πόλισμα]] Καυκάσου [[πέλας]] νέμονται», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὕψι</i> «[[ψηλά]]» <span style="color: red;">+</span> [[κρημνός]] «[[γκρεμός]]»].
}}
}}

Revision as of 12:48, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑψῐκρημνος Medium diacritics: ὑψίκρημνος Low diacritics: υψίκρημνος Capitals: ΥΨΙΚΡΗΜΝΟΣ
Transliteration A: hypsíkrēmnos Transliteration B: hypsikrēmnos Transliteration C: ypsikrimnos Beta Code: u(yi/krhmnos

English (LSJ)

ον,

   A with high crags, Μίμας Hom.Epigr.6.5.    II built on a high crag, πόλισμα A.Pr.421 (lyr.), cf. Fr.32.

Greek (Liddell-Scott)

ὑψίκρημνος: -ον, ὁ ἔχων ὑψηλοὺς κρημνούς, ἐπὶ ὄρους, ὑπορείην ὑψικρήμνοιο Μίμαντος Ὁμηρ. Ἐπιγράμμ. 6. 5· πρβλ. ὑψηλόκρημνος. ΙΙ. ἐπὶ πόλεων, ᾠκοδομημένος ἐπὶ ὑψηλοῦ κρημνοῦ, πόλισμα Αἰσχύλ. Προμ. 421, πρβλ. Ἀποσπ. 28.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
bâti sur une hauteur escarpée.
Étymologie: ὕψι, κρημνός.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. (για όρος) αυτός που έχει ψηλούς κρημνούς, απότομος
2. (για πόλη) ο χτισμένος πάνω σε ψηλό και απότομο βράχο («ὑψίκρημνον οἳ πόλισμα Καυκάσου πέλας νέμονται», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + κρημνός «γκρεμός»].