δαιδάλεος: Difference between revisions
Δεῖ τοὺς μὲν εἶναι δυστυχεῖς, τοὺς δ' εὐτυχεῖς → Aliis necesse est bene sit, aliis sit male → Die einen trifft das Unglück, andere das Glück
(Autenrieth) |
(21) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
|auten=([[root]] δαλ): [[cunningly]] or [[skilfully]] [[wrought]] or decorated. | |auten=([[root]] δαλ): [[cunningly]] or [[skilfully]] [[wrought]] or decorated. | ||
}} | |||
{{Slater | |||
|sltr=<b>δαιδᾰλεος</b> <br /> <b>1</b> [[cleverly]] made δαιδαλέαν φόρμιγγα (P. 4.296) ἀπὸ [[τᾶς]] ἀγλαοκάρπου Σικελίας [[ὄχημα]] δαιδάλεον ματεύειν fr. 106. 7. | |||
}} | }} |
Revision as of 13:57, 17 August 2017
English (LSJ)
[ᾰ] (not -έος, Hdn.Gr.1.114), α, ον: ( δαιδάλλω):—
A cunningly or curiously wrought, in Hom.always of metal or wood, ζωστήρ, θώρηξ, σάκος, θρόνος, Il.4.135, 8.195, 19.380, Od.1.131; λάρναξ Simon.37.1, B.5.140; also of embroidery, Hes.Th.575, E.Hec. 470 (lyr.), Theopomp.Com.33. 2 of natural objects, dappled, spotted, etc., of fish, Alex.17; of deer, Nonn.D.5.391; shot with light, sheeny, Opp.C.1.218. II cunning, χείρ Pl.Epigr.22:Ἥφαιστος AP9.755.
German (Pape)
[Seite 513] (den Accent bemerkt Hdn. Περὶ μον. λέξ. p. 4, 7 und 12; von δα'Ω; zunächst entstanden aus δαιδάλειος, welches Adjectiv von δαιδαλεύ'Σ ist, einer Nebenform zu δαίδαλος; δαιδάλεος = δαίδαλος, das Adjectiv Homerisch anstatt des Substantivs, wie παρθενική = παρθένος); auch 2 End.; Ep. ad. 275 (IX, 755); künstlich gearbeitet, kunstreich; ζωστήρ Il. 4, 135; ἔντεα 6, 418; θώρηξ 8, 195; σάκος 19, 380; κόρυς 18, 612; φόρμιγξ 9, 187 (wie Pind. P. 4, 296); χηλός 16, 222; ἅρματα 17, 448; οὔατα τρίποδος 18, 379; θρόνος Od. 10, 315, wie auch 1, 131 zu erklären, wo λῖτα nicht damit zu verbinden; von kunstvoller Arbeit in Metall u. Holz auch bei folgdn D. Von Weberarbeiten oder Stickereien, καλύπτρη Hes. Th. 575; πῆναι Eur. Hec. 470; übh. bunt, ἔλαφος Nonn. D. 5, 391; vgl. Alexis Ath. VII, 301 a. – Auch von der Hand des Künstlers, χείρ Plat. ep. 15 (IX, 826); vgl. τέχνη Ep. ad. 275 (IX, 755).
Greek (Liddell-Scott)
δαιδάλεος: -α, -ον, ὡσαύτως ος, ον, Ἀνθ. Π. 9. 755 (δαιδάλλω)· ὡς τό δαίδαλος, τεχνικῶς εἰργασμένος, πεποικιλμένος, παρ’ Ὁμ. ἀείποτε ἐπὶ μετάλλου ἢ ξύλου, ζωστήρ, θώρηξ, σάκος, θρόνος, κτλ.· οὐδέποτε ἐπὶ κεντημάτων, οὐδὲ ἐν Ὀδ. Α. 131 (διότι ἐκεῖ ἀνήκει εἰς τὸ θρόνον, οὐχὶ εἰς τὸ λῖτα), Βακχυλ. 5, 140 (Blass)· -ἀλλὰ κεῖται ἐπὶ τοιαύτης σημασίας παρ’ Ἡσ. Θ. 575, Εὐρ. Ἑκ. 470, Θεοπόμπ. Κωμ. Ὀδυσσ. 2. 2) ἐπὶ φυσικῶν ἀντικειμένων, ποικίλος, κατάστικτος, κτλ., ἐπὶ ἰχθύος, Ἄλεξ. Ἀπεγλ. 3· ἐπὶ ἐλάφου, Νόνν. ΙΙ. εὐφυής, ἐπιδέξιος, ἐπὶ τῆς χειρὸς ἢ τῆς ἐμπειρίας καὶ τέχνης τοῦ τεχνίτου, Ἀνθ. Π. 9. 755, 826. Πρβλ. δαίδαλος.
French (Bailly abrégé)
α ou ος, ον :
artistement travaillé.
Étymologie: δαίδαλος.
English (Autenrieth)
(root δαλ): cunningly or skilfully wrought or decorated.
English (Slater)
δαιδᾰλεος
1 cleverly made δαιδαλέαν φόρμιγγα (P. 4.296) ἀπὸ τᾶς ἀγλαοκάρπου Σικελίας ὄχημα δαιδάλεον ματεύειν fr. 106. 7.