ῥίγιον: Difference between revisions

From LSJ

παραγραμμίζω τὰ τῶν θεῶν ὀνόματα → miswrite the gods' names

Source
(Autenrieth)
(36)
Line 21: Line 21:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=(ϝρῖγος), comp.: colder, Od. 17.191; met., [[more]] [[horrible]], [[more]] [[terrible]], cf. [[ἄλγιον]].—Sup., [[ῥίγιστος]], ῥίγιστα, Il. 5.873†.
|auten=(ϝρῖγος), comp.: colder, Od. 17.191; met., [[more]] [[horrible]], [[more]] [[terrible]], cf. [[ἄλγιον]].—Sup., [[ῥίγιστος]], ῥίγιστα, Il. 5.873†.
}}
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>επίρρ.</b> (συγκρ. του <i>ῥῑγος</i>)<br /><b>1.</b> ψυχρότερα («[[ποτὶ]] ἔσπερα [[ῥίγιον]] ἔσται», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> φοβερότερα («[γυναικὸς] κακῆς οὐ [[ῥίγιον]] [[ἄλλο]]», <b>Ησίοδ.</b>)<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Συγκρ. [[βαθμός]] του [[ῥῖγος]], [[κατά]] το αρχ. [[σχήμα]] [[ἄλγος]]: <i>ἀλίων</i>: <i>ἄλγιστος</i>, [[κέρδος]]: [[κερδίων]]: [[κέρδιστος]]].
}}
}}

Revision as of 12:26, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥῑγιον Medium diacritics: ῥίγιον Low diacritics: ρίγιον Capitals: ΡΙΓΙΟΝ
Transliteration A: rhígion Transliteration B: rhigion Transliteration C: rigion Beta Code: r(i/gion

English (LSJ)

Comp. neut. Adj. formed from ῥιγέω,

   A more horrible or miserable, τό οἱ καὶ ῥ. ἔσται Il.1.325, cf. 563, 11.405; τὸ δὲ ῥ . . . ἄλγεα πάσχειν Od.20.220; [γυναικὸς] κακῆς οὐ ῥ. ἄλλο Hes.Op.703; cf. Semon.6.    II colder, ποτὶ ἕσπερα ῥ. ἔσται Od. 17.191.—The masc. ῥιγίων is not found.

German (Pape)

[Seite 842] neutr. comp. ohne posit., von ῥῖγος, frostiger, kälter, Cd. 17, 191; übh. schauderhafter, schrecklicher, schlimmer für Einen, τινί, oft bei Hom., wie τό οἱ καὶ ῥίγιον ἔσται, Il. 1, 325; Hes. O. 701; sp. D. Das masc. u. fem. scheint nicht vorzukommen; den superl. ῥίγιστος s. unten.

Greek (Liddell-Scott)

ῥίγιον: συγκρ. οὐδέτ. ἐπίθετ. σχηματισθὲν ἐκ τοῦ ῥῖγος, ψυχρότερον, παγερώτερον, ποτὶ ἕσπερα ῥ. ἔσται Ὀδ. Ρ. 191. ΙΙ. μεταφ. φοβερώτερον, οἰκτρότερον, τὸ οἱ καὶ ῥ. ἔσται Ἰλ. Α. 325, πρβλ. 563, Λ. 405˙ τὸ δὲ ῥ. ἔσται ... ἄλγεα πάσχειν Ὀδ. Υ. 220˙ κακῆς οὐ ῥ. ἄλλο Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 701˙ πρβλ. Σιμωνίδ. Ἰαμβογρ. 7. - Τὸ ἀρσεν. ῥιγίων φαίνεται ὅτι δὲν ἀπαντᾷ.

French (Bailly abrégé)

adv.
1 plus froidement;
2 fig. d’une manière plus terrible, plus fâcheuse.
Étymologie: Cp. dérivé de ῥῖγος ; cf. ῥίγιστος.

English (Autenrieth)

(ϝρῖγος), comp.: colder, Od. 17.191; met., more horrible, more terrible, cf. ἄλγιον.—Sup., ῥίγιστος, ῥίγιστα, Il. 5.873†.

Greek Monolingual

Α
επίρρ. (συγκρ. του ῥῑγος)
1. ψυχρότερα («ποτὶ ἔσπερα ῥίγιον ἔσται», Ομ. Οδ.)
2. φοβερότερα («[γυναικὸς] κακῆς οὐ ῥίγιον ἄλλο», Ησίοδ.)
[ΕΤΥΜΟΛ. Συγκρ. βαθμός του ῥῖγος, κατά το αρχ. σχήμα ἄλγος: ἀλίων: ἄλγιστος, κέρδος: κερδίων: κέρδιστος].