Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κορυθαίολος: Difference between revisions

From LSJ

Περὶ τοῦ ἐπέκεινα τοῦ νοῦ κατὰ μὲν νόησιν πολλὰ λέγεται, θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → On the subject of that which is beyond intellect, many statements are made on the basis of intellection, but it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection

Porphyry, Sententiae, 25
(Autenrieth)
(21)
Line 7: Line 7:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=[[with]] [[glancing]] [[helm]]; epith., esp. of [[Hector]] and [[Ares]]. (Il.)
|auten=[[with]] [[glancing]] [[helm]]; epith., esp. of [[Hector]] and [[Ares]]. (Il.)
}}
{{grml
|mltxt=[[κορυθαίολος]], -ον, και ποιητ. τ. [[κορυθαιόλος]], -ον (Α)<br /> <b>1.</b> (για τον Έκτορα και τον Άρη)<br /> αυτός που κινεί [[ταχέως]] την [[περικεφαλαία]] ή το [[λοφίο]] της («Τρωσὶ μὲν ἡγεμόνευε [[μέγας]] [[κορυθαίολος]] Ἕκτωρ», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /> <b>2.</b> (κωμ. μτφ. για [[λογομαχία]]) [[σφοδρός]] («ίππολόφων τε λόγων κορυθαίολα [[νείκη]]», <b>Αριστοφ.</b>).<br /> [<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κόρυς]], -<i>υθ</i>-<i>ος</i> <span style="color: red;">+</span> [[αἰόλος]] «γρήγορος»].
}}
}}

Revision as of 07:25, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

κορῠθαίολος: (οὕτως παρ’ Ἀρκαδ. σ. 86· ἀλλ’ ὁ Εὐστ. 352. 28, -αιόλος), ον· (αἰόλλω)· ― κινῶν τὴν περικεφαλαίαν ταχέως, δηλ. ἔχων ἀπαστράπτουσαν περικεφαλαίαν, ἐπίθ. τοῦ Ἕκτορος, Ἰλ. Β· 816. κτλ.· ἅπαξ τοῦ Ἄρεως, Υ. 38· κ. νείκη Ἀριστοφ. Βάτρ. 818.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui agite la crinière de son casque, càd guerrier impétueux.
Étymologie: κόρυς, αἰόλλω.

English (Autenrieth)

with glancing helm; epith., esp. of Hector and Ares. (Il.)

Greek Monolingual

κορυθαίολος, -ον, και ποιητ. τ. κορυθαιόλος, -ον (Α)
1. (για τον Έκτορα και τον Άρη)
αυτός που κινεί ταχέως την περικεφαλαία ή το λοφίο της («Τρωσὶ μὲν ἡγεμόνευε μέγας κορυθαίολος Ἕκτωρ», Ομ. Ιλ.)
2. (κωμ. μτφ. για λογομαχία) σφοδρός («ίππολόφων τε λόγων κορυθαίολα νείκη», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόρυς, -υθ-ος + αἰόλος «γρήγορος»].