λίγγω: Difference between revisions

From LSJ

κρείσσων γὰρ ἦσθα μηκέτ' ὢν ἢ ζῶν τυφλός → thou wert better not alive, than living blind | you were better not alive, than living blind

Source
(Autenrieth)
(5)
Line 10: Line 10:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=aor. [[λίγξε]]: [[twang]], Il. 4.125†.
|auten=aor. [[λίγξε]]: [[twang]], Il. 4.125†.
}}
{{lsm
|lsmtext='''λίγγω:''' μόνο στον Επικ. αόρ. αʹ, [[λίγξε]] [[βιός]], το [[τόξο]] αντήχησε [[δυνατά]], σε Ομήρ. Ιλ.
}}
}}

Revision as of 00:08, 31 December 2018

German (Pape)

[Seite 43] nur λίγξε βιός, der Bogen schwirrte, ertönte laut, Il. 4, 125; vgl. λίγα, λιγύς u. λίζω, nach E. M. onomatopoetisch.

Greek (Liddell-Scott)

λίγγω: μόνον κατ’ ἀόρ. α΄, λίγξε βιός, τὸ τόξον ἔκλαγγεν, Ἰλ. Δ. 125, πρβλ. λίγξ, Ἡσύχ.

French (Bailly abrégé)

ao. 3ᵉ sg. poét. λίγξε;
résonner avec force.
Étymologie: λιγύς.

English (Autenrieth)

aor. λίγξε: twang, Il. 4.125†.

Greek Monotonic

λίγγω: μόνο στον Επικ. αόρ. αʹ, λίγξε βιός, το τόξο αντήχησε δυνατά, σε Ομήρ. Ιλ.