ἑδνωτής: Difference between revisions

From LSJ

πείθεται πᾶς ἥδιον ἢ βιάζεται (Dio Cassius, Historiae Romanae 8.36.3) → it's always more pleasant to be persuaded than to be forced

Source
(Autenrieth)
(10)
Line 21: Line 21:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=[[giver]] of [[dowry]], the [[father]] of the [[bride]].
|auten=[[giver]] of [[dowry]], the [[father]] of the [[bride]].
}}
{{grml
|mltxt=[[ἑδνωτής]] και [[ἐεδνωτής]], ο (Α)<br />[[προικοδότης]], [[πεθερός]], [[συγγενής]].
}}
}}

Revision as of 07:06, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἑδνωτής Medium diacritics: ἑδνωτής Low diacritics: εδνωτής Capitals: ΕΔΝΩΤΗΣ
Transliteration A: hednōtḗs Transliteration B: hednōtēs Transliteration C: ednotis Beta Code: e(dnwth/s

English (LSJ)

Ep. ἐεδν-, οῦ, ὁ,

   A father who portions a bride, οὔ τοι ἐεδνωταὶ κακοί εἰμεν Il.13.382.

German (Pape)

[Seite 716] ὁ, der Verwandte der Braut, der Schwager, Schwäher; bei Hom. einmal, in der Form ἐεδνωταί, oder mit spir. asp. ἑεδνωταί, Iliad. 13, 382, ἀλλ' ἕπευ, ὄφρ' ἐπὶ νηυσὶ συνώμεθα ποντοπόροισιν ἀμφὶ γάμῳ, ἐπεὶ οὔ τοι ἐεδνωταὶ κακοί εἰμεν; Scholl. Aristonic. ἡ διπλῆ, ὅτι ἕδνα ἐδίδοσαν οἱ μνηστῆρες· ἑεδνωταὶ δὲ κηδεσταί, πενθεροί· οὗτοι γὰρ τὰ ἕδνα παρὰ τῶν μνηστευομένων (von den worbenden Männern) ἐνεδέχοντο; Friedlaender hält die Erklärung von ἑεδνωταί nicht für Aristoniceisch, sondern nur den ersten Satz, ὅτι ἕδνα ἐδίδοσαν οἱ μνηστῆρες; vgl. vs. 366 ᾔτεε δὲ Πριάμοιο θυγατρῶν εἶδος ἀρίστην Κασσάνδρην ἀνάεδνον und daselbst Scholl. Aristonic. Wie Herodian. Scholl. Iliad. 13, 382 und 5, 158 richtig bemerkt, ist das Wort von ἑδνόω, ἐεδνόω (ἑεδνόω) gebildet, Odyss. 2, 53 ἐεδνώσαιτο θύγατρα. Vgl. ἑδνόω, ἕδνον, ἀναεδνος.

Greek (Liddell-Scott)

ἑδνωτής: Ἐπ. ἐεδνωτής, οῦ, προικοδότης, ἐπεὶ οὔ τοι ἐεδνωταὶ κακοὶ εἰμὲν Ἰλ. Ν. 382.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
épq. ἐεδνωτής;
qui dote sa fille ; beau-père.
Étymologie: ἕδνον.

English (Autenrieth)

giver of dowry, the father of the bride.

Greek Monolingual

ἑδνωτής και ἐεδνωτής, ο (Α)
προικοδότης, πεθερός, συγγενής.