πήληξ: Difference between revisions
Ὅτι οὐδὲν ἧττον τὰ αὐτὰ ποιήσουσι, κἂν σὺ διαρραγῇς → You may break your heart, but men will still go on as before
(Autenrieth) |
(32) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
|auten=[[ηκος]]: [[helmet]]. (Il.) | |auten=[[ηκος]]: [[helmet]]. (Il.) | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ηκος, ἡ, Α<br /><b>1.</b> η [[περικεφαλαία]]<br /><b>2.</b> το [[λοφίο]] του φιδιού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. με [[επίθημα]] -<i>ηξ</i> (<b>πρβλ.</b> <i>θώρᾱξ</i>) δεν έχει ινδοευρωπαϊκή [[προέλευση]] και [[μάλλον]] πρόκειται για δάνεια λ. Η [[σύνδεση]] της με το ρ. [[πάλλω]] οφείλεται πιθ. σε [[παρετυμολογία]]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:17, 29 September 2017
English (LSJ)
ηκος, ἡ,
A helmet, ἀμφὶ δέ οἱ κροτάφοισι φαεινὴ σείετο πήληξ Il. 13.805 ; ἤμυσε κάρη πήληκι βαρυνθέν 8.308; ἱππόκομος π. 16.797; old Ep. word, used by Ar.Ra.1017, Arist.Top.173b20. 2 serpent's crest, E.Hyps.Fr.16(18).4. (Commonly derived from πάλλω, πῆλαι, from the nodding of the plume, Apollon.Lex., etc.)
German (Pape)
[Seite 610] ηκος, ἡ, der Helm; Hom. ἀμφὶ δέ οἱ κροτάφοισι φαεινὴ σείετο πήληξ, Il. 13, 805, vgl. 15, 608. 16, 105; ἤμυσε κάρη πήληκι βαρυνθέν, 8, 308; ἱππόκομος, 16, 797; Ar. Ran. 1085. Entweder von πάλλω, wegen der stets nickenden Bewegung des Helmbusches, oder nach Andern von πηλός, verwandt mit πέλις, πέλυξ, pelvis, Becken, Pickelhaube.
Greek (Liddell-Scott)
πήληξ: -ηκος, ἡ, κράνος, περικεφαλαία, ἀμφὶ δὲ οἱ κροτάφοισι φαεινὴ σείετο πήληξ Ἰλ. Ν. 805· ἤμυσε κάρη πήληκι βαρυνθὲν Θ. 308· π. ἱππόκομος Π. 797· ἀρχαία Ἐπικ. λέξις ἐν χρήσει παρ’ Ἀριστοφ. ἐν Βατρ. 1017. (Συνήθως ἐτυμολογεῖται ἐκ τοῦ πάλλω, πῆλαι, ὡς ἐκ τῆς νεύσεως τοῦ λόφου, ἴδε Ἰλ. Π. 797).
French (Bailly abrégé)
ηκος (ἡ) :
casque, heaume à panache flottant.
Étymologie: πάλλω.
English (Autenrieth)
Greek Monolingual
-ηκος, ἡ, Α
1. η περικεφαλαία
2. το λοφίο του φιδιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. με επίθημα -ηξ (πρβλ. θώρᾱξ) δεν έχει ινδοευρωπαϊκή προέλευση και μάλλον πρόκειται για δάνεια λ. Η σύνδεση της με το ρ. πάλλω οφείλεται πιθ. σε παρετυμολογία].