οὐρίαχος: Difference between revisions
κρεῖττον εἶναι φιλοσόφως ἀποθανεῖν ἢ ἀφιλοσόφως ζῆν → that it is better to die in manner befitting a philosopher than to live unphilosophically
(Autenrieth) |
(30) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
|auten=[[butt]] [[end]] of a [[spear]]. (Il.) (See [[cut]] [[under]] [[ἀμφίγυος]].) | |auten=[[butt]] [[end]] of a [[spear]]. (Il.) (See [[cut]] [[under]] [[ἀμφίγυος]].) | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[οὐρίαχος]], ὁ (Α)<br /><b>1.</b> το [[πίσω]] σιδερένιο [[άκρο]] του δόρατος<br /><b>2.</b> το [[τμήμα]] της κεφαλής βέλους που στερεώνεται στην άτρακτο<br /><b>3.</b> <b>πιθ.</b> το [[στέλεχος]] κηροστάτη<br /><b>4.</b> [[τμήμα]] κουπιού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[οὐρά]]. Ο τ. αποτελεί πιθ. εκτεταμένη για μετρικούς λόγους [[μορφή]] του [[ουραχός]]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:12, 29 September 2017
English (LSJ)
[ῐ], ὁ, (οὐρά)
A bottom, ἔγχεος οὐ. butt-end of the spear, opp. αἰχμή, Il.13.443, A.R.3.1253, AP6.111 (Antip.), Hld.9.15; of an arrow-head, the part fixed in the shaft, tang, Paul.Aeg.6.88 (v. l.); apptly. stem of a candlestick in Call.Fr.anon.50. 2 part of an oar, Poll.1.90 (v.l. οὐρακός).
German (Pape)
[Seite 418] ὁ (von οὐρά), das hinterste, letzte Ende: ἔγχεος οὐρίαχος, das untere mit Eisen beschlagene Ende der Lanze, Il. 13, 443. 16, 612. 17, 528: πλήξας ῥομβωτῷ δούρατος οὐριάχῳ, Antp. Sid. 19 (VI, 111). S. οὐρακός.
Greek (Liddell-Scott)
οὐρίᾰχος: ὁ, (οὐρὰ) ὁ σαυρωτὴρ τοῦ δόρατος, τουτέστι τὸ ὄπισθεν μέρος, ἀντίθ. τῷ αἰχμή, Ἰλ. Ν. 443, κτλ.· ἰδὲ ἐν λ. πολεμίζω, καὶ πρβλ. στύραξ, σαυρωτήρ. - Καθ’ Ἡσύχ.: «οὐρίαχον· τὸν σαυρωτῆρα. ἔστι δὲ σιδήριον ἐγκεκαμμένον εἰς τὸ ἕτερον μέρος τοῦ δόρατος». 2) τὸ μέσον τῆς κώπης, Πολυδ. Α΄, 90 (κοινῶς οὐρακός).
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
hampe de la lance destinée à recevoir un fer pointu qui servait à planter l’arme en terre.
Étymologie: οὐρά.
English (Autenrieth)
butt end of a spear. (Il.) (See cut under ἀμφίγυος.)
Greek Monolingual
οὐρίαχος, ὁ (Α)
1. το πίσω σιδερένιο άκρο του δόρατος
2. το τμήμα της κεφαλής βέλους που στερεώνεται στην άτρακτο
3. πιθ. το στέλεχος κηροστάτη
4. τμήμα κουπιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οὐρά. Ο τ. αποτελεί πιθ. εκτεταμένη για μετρικούς λόγους μορφή του ουραχός].