νοήμων: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλ' ἐσθ' ὁ θάνατος λοῖσθος ἰατρός κακῶν → but death is the ultimate healer of ills

Source
(Autenrieth)
(27)
Line 18: Line 18:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=ονος: [[thoughtful]], [[discreet]]. (Od.)
|auten=ονος: [[thoughtful]], [[discreet]]. (Od.)
}}
{{grml
|mltxt=ον, αρσ. και νοήμονας (Α [[νοήμων]], -ον) [[νόημα]]<br /><b>1.</b> αυτός που έχει την [[ικανότητα]] να αντιλαμβάνεται, να σκέπτεται<br /><b>2.</b> [[ευφυής]], [[έξυπνος]]<br /><b>3.</b> [[συνετός]], [[μυαλωμένος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «το νοήμον κοινό»<br /><b>ειρων.</b> το κοινό που, [[κατά]] [[βάθος]], [[λίγα]] πράγματα καταλαβαίνει<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ικανός]], [[επιτήδειος]], [[επιδέξιος]]<br /><b>2.</b> [[υγιής]] στο [[πνεύμα]] («οἴνῳ προσκείμενον παραφρονέειν καὶ οὐκ [[εἶναι]] νοήμονα», <b>Ηρόδ.</b>).
}}
}}

Revision as of 11:58, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νοήμων Medium diacritics: νοήμων Low diacritics: νοήμων Capitals: ΝΟΗΜΩΝ
Transliteration A: noḗmōn Transliteration B: noēmōn Transliteration C: noimon Beta Code: noh/mwn

English (LSJ)

ον, gen. ονος,

   A thoughtful, intelligent, ἐπεὶ οὔ τι νοήμονες οὐδὲ δίκαιοι Od.2.282, 3.133, cf. Eus.Mynd.20; of philosophers, Luc.Philops.34; νοήμονα τέκτονα χαλκοῦ Epigr.Gr.907.5 (Sinope).    II in one's right mind, opp. παραφρονέων, Hdt.3.34.

Greek (Liddell-Scott)

νοήμων: -ον, γεν. -ονος, ὡς καὶ νῦν, ἔχων νοῦν, ἐπεὶ οὔτι νοήμονες οὐδὲ δίκαιοι Ὀδ. Β. 282., 3. 133· ἐπὶ τῶν φιλοσόφων, Λουκ. Φιλοψ. 34· τέκνων Συλλ. Ἐπιγρ. 4158. ΙΙ. ὁ τὸν νοῦν ὑγιής, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ παραφρονέων, Ἡρόδ. 3. 34.

French (Bailly abrégé)

ων, ον ; gén. ονος;
1 réfléchi, prudent, sage;
2 qui est dans son bon sens.
Étymologie: νοέω.

English (Autenrieth)

ονος: thoughtful, discreet. (Od.)

Greek Monolingual

ον, αρσ. και νοήμονας (Α νοήμων, -ον) νόημα
1. αυτός που έχει την ικανότητα να αντιλαμβάνεται, να σκέπτεται
2. ευφυής, έξυπνος
3. συνετός, μυαλωμένος
νεοελλ.
φρ. «το νοήμον κοινό»
ειρων. το κοινό που, κατά βάθος, λίγα πράγματα καταλαβαίνει
αρχ.
1. ικανός, επιτήδειος, επιδέξιος
2. υγιής στο πνεύμα («οἴνῳ προσκείμενον παραφρονέειν καὶ οὐκ εἶναι νοήμονα», Ηρόδ.).