πτόρθος: Difference between revisions
Κακῷ σὺν ἀνδρὶ μηδ' ὅλως ὁδοιπόρει → Hominem malignum nec viae comitem cape → Nimm einen Schurken nie zum Wegbegleiter dir
(Autenrieth) |
(35) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
|auten=[[sapling]], Od. 6.128†. | |auten=[[sapling]], Od. 6.128†. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=και [[πόρθος]], ὁ, Α<br /><b>1.</b> [[νέος]], [[τρυφερός]] [[κλάδος]] φυτού, [[βλαστάρι]] (α. «ἐκ πυκίνης δ' ὕλης πτόρθον κλάσε χειρὶ παχείῃ φύλλων», <b>Ομ. Οδ.</b><br />β. «πτόρθους ἁπαλοὺς ἀποτρώγουσαι», Εύπ.)<br /><b>2.</b> η [[βλάστηση]], η [[έκφυση]] κλώνων («φύλλα δ' [[ἔραζε]] χέει, πτόρθοιό τε λήγει», <b>Ησίοδ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[πτόρθος]] [[μέγας]]» — το μεγάλο [[ρόπαλο]] του Ηρακλή, η [[μεγάλη]] [[κλάρα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Έχουν διατυπωθεί διάφορες υποθέσεις, οι οποίες όμως παραμένουν ανεπιβεβαίωτες, όπως η [[σύνδεση]] της λ. με τους τ. [[πόρτις]], [[παρθένος]] ή με το γερμ. <i>Bart</i> «[[γενειάδα]], [[μούσι]]»]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:24, 29 September 2017
English (LSJ)
ὁ,
A young branch, shoot, sucker, sapling, Od.6.128; ὥς τις π. ηὐξόμην E.Hec.20; πτόρθοισι δάφνης Id.Ion103 (anap.); μαλάχης Ar.Pl.544; οἱ π. καὶ οἱ νέοι κλῶνες Pl.Prt. 334b, cf. Thphr.CP5.1.3; πτόρθους ἁπαλοὺς ἀποτρώγουσαι Eup.14.2: generally, branch, Arist.PA687a2, etc.; π. μέγας, of Heracles' club, APl.4.103 (Tull. Gem.). II sprouting, budding, Hes.Op.421.
German (Pape)
[Seite 811] ὁ, Trieb, Schößling, junger Zweig, Ast; ἐκ πυκινῆς δ' ὕλης πτόρθον κλάσε, Od. 6, 128; τροφαῖσιν ὥς τις πτόρθος ηὐξόμην, Eur. Hec. 20; πτόρθοισι δάφνης, Ion 103; μαλάχης, Ar. Plut. 544, ἐπὶ τοὺς πτόρθους καὶ τοὺς νέους κλῶνας, Plat. Prot. 334 b; Folgde; ἁπαλός, Pol. 7, 1, 3.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
jeune branche.
Étymologie: DELG étym. ignorée.
English (Autenrieth)
sapling, Od. 6.128†.
Greek Monolingual
και πόρθος, ὁ, Α
1. νέος, τρυφερός κλάδος φυτού, βλαστάρι (α. «ἐκ πυκίνης δ' ὕλης πτόρθον κλάσε χειρὶ παχείῃ φύλλων», Ομ. Οδ.
β. «πτόρθους ἁπαλοὺς ἀποτρώγουσαι», Εύπ.)
2. η βλάστηση, η έκφυση κλώνων («φύλλα δ' ἔραζε χέει, πτόρθοιό τε λήγει», Ησίοδ.)
3. φρ. «πτόρθος μέγας» — το μεγάλο ρόπαλο του Ηρακλή, η μεγάλη κλάρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Έχουν διατυπωθεί διάφορες υποθέσεις, οι οποίες όμως παραμένουν ανεπιβεβαίωτες, όπως η σύνδεση της λ. με τους τ. πόρτις, παρθένος ή με το γερμ. Bart «γενειάδα, μούσι»].