τιθαιβώσσω: Difference between revisions

From LSJ

Μαστιγίας ἔγχαλκος, ἀφόρητον κακόν → Pecuniosus verbero, malum maximum → Ein reicher Taugenichts, wie unerträglich schlimm

Menander, Monostichoi, 365
(Autenrieth)
(41)
Line 21: Line 21:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=[[lay]] up [[honey]], Od. 13.106†.
|auten=[[lay]] up [[honey]], Od. 13.106†.
}}
{{grml
|mltxt=Α<br />(<b>ποιητ. τ.</b>)<br /><b>1.</b> [[βάζω]] στην [[άκρη]], [[αποθησαυρίζω]]<br /><b>2.</b> (για μέλισσες) [[αποταμιεύω]] το [[μέλι]]<br /><b>3.</b> [[παρέχω]] [[τροφή]], [[τρέφω]]<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> [[καθιστώ]] [[κάτι]] καρποφόρο («γύας τιβαιβώσσουσι ἀρδηθμῷ», <b>Λυκόφρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Εκφραστικός σχημ. σε -<i>ώσσω</i> (<b>πρβλ.</b> [[ὑγρώσσω]]) με ενεστ. διπλασιασμό, άγνωστης ετυμολ. Το ρ. μαρτυρείται στον Όμηρο και στην αλεξανδρινή [[ποίηση]]].
}}
}}

Revision as of 12:53, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τῐθαιβώσσω Medium diacritics: τιθαιβώσσω Low diacritics: τιθαιβώσσω Capitals: ΤΙΘΑΙΒΩΣΣΩ
Transliteration A: tithaibṓssō Transliteration B: tithaibōssō Transliteration C: tithaivosso Beta Code: tiqaibw/ssw

English (LSJ)

of bees,

   A store up honey, Od.13.106.    2 generally, store up, put away, ἔνδοθι γωρυτοῖο τιθαιβώσσουσα κάλυψε Antim. in PMilan.17.37 (glossed τιθεῖσα καὶ ἀποθησαυρίζουσα ibid.).    II supply with food, foster, cherish, τέκνα τ. Nic.Th.199: metaph., γύας τ. ἀρδηθμῷ Lyc.622.

German (Pape)

[Seite 1109] 1) bauen u. nisten; ἔνθα δ' ἔπειτα τιθαιβώσσουσι μέλισσαι, Od. 13, 106, Honig bauen; von Hühnern, Nic. Th. 109. – 2), nähren, fruchtbar machen, Lycophr. 622. – Die Alten leiten es fälschlich von τιθέναι βόσιν ab, es hängt wohl mit τίτθη, τιθήνη u. ä. zusanmen.

Greek (Liddell-Scott)

τῐθαιβώσσω: ἐπὶ μελισσῶν, ἀποτίθεμαι τὴν βόσιν, τουτέστιν, ἀποθησαυρίζω τὴν τροφὴν δηλ. τὸ μέλι, Ὀδ. Ν. 106. ΙΙ. παρέχω τροφήν, τρέφω, περιθάλπω, τέκνα τ. Νικ. Θηρ. 199 καὶ μεταφ., γύας θ. ἀρδηθμῷ Λυκόφρ. 622. (Συγγενὲς ταῖς λέξεσι τιθάς, τίτθη, τιθήνη, τιθασός, κλπ.)

French (Bailly abrégé)

seul. prés.
construire des rayons en parl. d’abeilles.
Étymologie: pê de la R. Θαβ, travailler = lat. Fab de faber, avec redoubl.

English (Autenrieth)

lay up honey, Od. 13.106†.

Greek Monolingual

Α
(ποιητ. τ.)
1. βάζω στην άκρη, αποθησαυρίζω
2. (για μέλισσες) αποταμιεύω το μέλι
3. παρέχω τροφή, τρέφω
4. μτφ. καθιστώ κάτι καρποφόρο («γύας τιβαιβώσσουσι ἀρδηθμῷ», Λυκόφρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός σχημ. σε -ώσσω (πρβλ. ὑγρώσσω) με ενεστ. διπλασιασμό, άγνωστης ετυμολ. Το ρ. μαρτυρείται στον Όμηρο και στην αλεξανδρινή ποίηση].