σφαραγέομαι: Difference between revisions

From LSJ

ἀπὸ τῶν καρπῶν αὐτῶν ἐπιγνώσεσθε αὐτούς → ye shall know them by their fruits, by their fruits ye shall know them, by their fruits you shall know them, you will know them by their fruit

Source
(Autenrieth)
(6)
Line 18: Line 18:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=ipf. σφαραγεῦντο: [[hiss]], be [[full]] to bursting, Od. 9.390, 440.
|auten=ipf. σφαραγεῦντο: [[hiss]], be [[full]] to bursting, Od. 9.390, 440.
}}
{{lsm
|lsmtext='''σφᾰρᾰγέομαι:''' αποθ., μόνο σε ενεστ. και παρατ.,<br /><b class="num">I.</b> [[παράγω]] τον χαρακτηριστικό ήχο που ακούγεται όταν πέφτει [[υγρό]] σε [[φωτιά]] ή σε πυρακτωμένη [[επιφάνεια]], «τσιτσιρίζω», [[τρίζω]], τριζοβολώ, [[σφυρίζω]]· <i>ῥίζαισφαραγεῦντο</i>, οι ρίζες του ματιού του (του Κύκλωπα Πολύφημου) τριζοβολούσαν ή σύριζαν (όταν ο [[Οδυσσέας]] του έμπηξε τον πυρακτωμένο πάσσαλο), σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">II.</b> είμαι υπερβολικά [[γεμάτος]], είμαι [[γεμάτος]] [[μέχρι]] σκασμού, στο ίδ.
}}
}}

Revision as of 02:00, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σφᾰρᾰγέομαι Medium diacritics: σφαραγέομαι Low diacritics: σφαραγέομαι Capitals: ΣΦΑΡΑΓΕΟΜΑΙ
Transliteration A: spharagéomai Transliteration B: spharageomai Transliteration C: sfarageomai Beta Code: sfarage/omai

English (LSJ)

   A burst with a noise, crackle, sputter, as liquids when thrown upon the fire, σφαραγεῦντο δέ οἱ πυρὶ ῥίζαι the roots of his eye crackled or hissed (when Odysseus burnt them with the hot stake), Od.9.390.    II groan with fulness, to be full to bursting, οὔθατα γὰρ σφαραγεῦντο ib.440.

Greek (Liddell-Scott)

σφᾰρᾰγέομαι: ἀποθ., σίζω μετὰ βρασμοῦ τινος, ὡς ὅταν ῥίπτῃ τίς ὑγρόν τι ἐπὶ τοῦ πυρός, ῥίζαι σφαραγεῦντο, αἱ ῥίζαι τοῦ ὀφθαλμοῦ ἔσιζον μετὰ βρασμοῦ τινος (ὅτε ὁ Ὀδυσσεὺς ἐνέπηξε τὸν πεπυρωμένον μοχλόν), Ὀδ. Ι. 390. ΙΙ. σπαργῶ, σφριγῶ, εἶμαι πλήρης εἰς ὑπερβολήν, οὔθατα γὰρ σφαραγεῦντο, διότι οἱ μαστοὶ ἦσαν πλήρεις γάλακτος, «ἐβαροῦντο διὰ τὸ πρωΐας μὴ ἀμελχθῆναι» (Σχόλ.), Ι. 440. Πρβλ. σφάραγος.

French (Bailly abrégé)

seul. 3ᵉ pl. impf. épq. ion. σφαραγεῦντο;
bruire ; particul. :
1 pétiller, grésiller;
2 bouillonner ; être débordant, être plein.
Étymologie: σφάραγος.

English (Autenrieth)

ipf. σφαραγεῦντο: hiss, be full to bursting, Od. 9.390, 440.

Greek Monotonic

σφᾰρᾰγέομαι: αποθ., μόνο σε ενεστ. και παρατ.,
I. παράγω τον χαρακτηριστικό ήχο που ακούγεται όταν πέφτει υγρό σε φωτιά ή σε πυρακτωμένη επιφάνεια, «τσιτσιρίζω», τρίζω, τριζοβολώ, σφυρίζω· ῥίζαισφαραγεῦντο, οι ρίζες του ματιού του (του Κύκλωπα Πολύφημου) τριζοβολούσαν ή σύριζαν (όταν ο Οδυσσέας του έμπηξε τον πυρακτωμένο πάσσαλο), σε Ομήρ. Οδ.
II. είμαι υπερβολικά γεμάτος, είμαι γεμάτος μέχρι σκασμού, στο ίδ.