ἰχθυάω: Difference between revisions
Ἅγιος ὁ Θεός, Ἅγιος ἰσχυρός, Ἅγιος ἀθάνατος, ἐλέησον ἡμᾶς → holy God, holy Mighty, holy Immortal, have mercy on us
(Autenrieth) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
|auten=ipf. iter. ἰχθυάασκον: [[catch]] [[fish]], [[fish]], Od. 12.95 and Od. 4.368. | |auten=ipf. iter. ἰχθυάασκον: [[catch]] [[fish]], [[fish]], Od. 12.95 and Od. 4.368. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἰχθυάω:''' ([[ἰχθύς]])·<br /><b class="num">I.</b> [[ψαρεύω]], [[αλιεύω]], Επικ. παρατ. <i>ἰχθυάασκον</i>, σε Ομήρ. Οδ.· με αιτ., Επικ. γʹ ενικ. <i>ἰχθυάᾳ</i>, στο ίδ.<br /><b class="num">II.</b> [[παίζω]] (ως ψάρι), σε Ησίοδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 18:48, 30 December 2018
English (LSJ)
A fish, angle, mostly in Ep. pres. and impf., ἰχθυάασκον γναμπτοῖς ἀγκίστροισιν Od.4.368: c. acc., fish for, αὐτοῦ δ' ἰχθυάα . . δελφῖνας 12.95, cf. Opp.H.1.426:—Med., Lyc.46. II sport (like fish), δελφῖνες . . ἐθύνεον ἰχθυάοντες Hes.Sc.210. III Pass., to be made of fish, ἰχθυώμενος ἄρτος (vulg. ἄργος) Horap.1.14.
German (Pape)
[Seite 1275] fischen; ἰχθυάασκον γναμπτοῖς ἀγκίστροισιν Od. 4, 368, vgl. 12, 95; Hes. Sc. 209; sp. D., Opp. Hal. 1, 426; auch med., Lycophr. 46.
Greek (Liddell-Scott)
ἰχθυάω: (ἰχθὺς) ἁλιεύω, ψαρεύω, τὸ πλεῖστον ἐν χρήσει κατ’ Ἐπικ. ἐνεστ. καὶ παρατ., ἰχθυάασκον γναμπτοῖς ἀγκίστροισιν Ὀδ. Δ. 368· - μετ’ αἰτ., αὐτοῦ δ’ ἰχθυάᾳ… δελφῖνας, ψαρεύει, Μ 95, πρβλ. Ὀππ. Ἀλ. 1. 426· - ὡσαύτως ἐν τῷ Μέσ. τύπῳ, Λυκόφρ. 46. ΙΙ. παίζω (ὡς ἰχθύς). δελφῖνες... ἐθύνεον ἰχθυάοντες Ἠσ. Ἀσπ. Ἡρ. 210. ΙΙΙ. Παθ., ἰχθυώμενος ἄρτος (συνήθ. γραφ. ἀργός), κατεσκευασμένος μετ’ ἰχθύων, Ὡραπόλ. 1. 14.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
3ᵉ sg. prés. ind. épq. ἰχθυάᾳ, ao. itér. ἰχθυάασκον;
pêcher.
Étymologie: ἰχθύς.
English (Autenrieth)
ipf. iter. ἰχθυάασκον: catch fish, fish, Od. 12.95 and Od. 4.368.
Greek Monotonic
ἰχθυάω: (ἰχθύς)·
I. ψαρεύω, αλιεύω, Επικ. παρατ. ἰχθυάασκον, σε Ομήρ. Οδ.· με αιτ., Επικ. γʹ ενικ. ἰχθυάᾳ, στο ίδ.
II. παίζω (ως ψάρι), σε Ησίοδ.