πηδόν: Difference between revisions

From LSJ

ἆρά γε λόγον ἔχει δυοῖν ἀρχαῖν, ὑλικῆς τε καὶ δραστικῆς → does it in fact have the function of two principles, the material and the active?

Source
(Autenrieth)
(32)
Line 18: Line 18:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=[[oar]]-[[blade]]. (Od.)
|auten=[[oar]]-[[blade]]. (Od.)
}}
{{grml
|mltxt=τὸ, Α<br /><b>1.</b> το πλατύ [[μέρος]] του κουπιού<br /><b>2.</b> τα πηδάλια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[πηδόν]] ανάγεται πιθανότατα στην εκτεταμένη [[βαθμίδα]] της ρίζας <i>ped</i>- «[[πόδι]]» του [[πούς]] (<b>πρβλ.</b> [[πέδον]], [[πέζα]], [[πεζός]]) με θεματικό [[φωνήεν]] -<i>ο</i>- και συνδέεται με το λιθουαν. <i>pėda</i> «[[πέλμα]]» και το αρχ. σλαβ. <i>p</i><i>ě</i><i>ši</i> «με τα πόδια». Η [[ρίζα]] <i>ped</i>- χρησιμοποιήθηκε στην Ελληνική για να δηλώσει το πλατύ [[μέρος]] του κουπιού το οποίο, λόγω του σχήματός του θυμίζει [[πέλμα]] ποδιού].
}}
}}

Revision as of 12:17, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πηδόν Medium diacritics: πηδόν Low diacritics: πηδόν Capitals: ΠΗΔΟΝ
Transliteration A: pēdón Transliteration B: pēdon Transliteration C: pidon Beta Code: phdo/n

English (LSJ)

τό,

   A blade of an oar: hence generally, oar, ἀναρρίπτειν ἅλα πηδῷ Od.7.328, cf. 13.78 ; πηδοῖσιν ἐρέσσετε A.R.4.200 ; γῆ δὲ ναυσθλωθήσεται ῥήσσοντι πηδοῖς χέρσον Lyc.1416.    II in pl. πηδά, = πηδάλια, Arat.155. (Written πῆδον, also πῆδος, Hsch.)

German (Pape)

[Seite 609] τό, oder nach Andern πηδός, das untere, flach u. breit auslaufende Ende des Ruders, das Ruderblatt, sonst πλάτη, im Ggstz zum Rudergriffe, οἴαξ, übh. das Ruder, ἀναῤῥιπτεῖν ἅλα πηδῷ Od. 7, 328. 13, 78, u. sp. D., wie Arat. Phaen. 155, wo es deutlich neutr. ist; auch das Steuerruder. – Die Unterscheidung πηδόν = κώπη, πηδός = πλάτη ist unhaltbar; es hängt übrigens mit πέζα, πέδον, πούς, ποδός zusammen; einige alte Erkl. aber nahmen dazu eine eigene Holzart πῆδος an, weil die Gallier die Tanne pados oder pades genannt hätten, und lasen so auch Il. 5, 838 πήδινος für φήγινος. Vgl. πάδος.

French (Bailly abrégé)

οῦ (τό) :
partie plate de la rame.
Étymologie: R. Πηδ, bondir ; cf. πηδάω.

English (Autenrieth)

oar-blade. (Od.)

Greek Monolingual

τὸ, Α
1. το πλατύ μέρος του κουπιού
2. τα πηδάλια.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. πηδόν ανάγεται πιθανότατα στην εκτεταμένη βαθμίδα της ρίζας ped- «πόδι» του πούς (πρβλ. πέδον, πέζα, πεζός) με θεματικό φωνήεν -ο- και συνδέεται με το λιθουαν. pėda «πέλμα» και το αρχ. σλαβ. pěši «με τα πόδια». Η ρίζα ped- χρησιμοποιήθηκε στην Ελληνική για να δηλώσει το πλατύ μέρος του κουπιού το οποίο, λόγω του σχήματός του θυμίζει πέλμα ποδιού].