λεύκιππος: Difference between revisions

From LSJ

Ξενίας ἀεὶ φρόντιζε, μὴ καθυστέρει → Cura hospitalis esse nec in hoc sis piger → Sei stets auf Gastfreundschaft bedacht und säume nicht

Menander, Monostichoi, 396
(sl1_repeat)
(slb)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> aux chevaux blancs, aux blancs coursiers;<br /><b>2</b> rempli de chevaux blancs.<br />'''Étymologie:''' [[λευκός]], [[ἵππος]].
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> aux chevaux blancs, aux blancs coursiers;<br /><b>2</b> rempli de chevaux blancs.<br />'''Étymologie:''' [[λευκός]], [[ἵππος]].
}}
{{Slater
|sltr=[[λεύκιππος]], -ον</b><br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[with]] [[white]] horses φοινικόπεζαν ἀμφέπει Δάματρα λευκίππου τε θυγατρὸς ἑορτὰν [[Persephone]] (O. 6.95) “λευκίππων δὲ δόμους πατέρων, κεδνοὶ πολῖται, φράσσατέ μοι [[σαφέως]]” i. e. of the [[noble]] ancestors of [[Jason]] (P. 4.117) λευκίπποισι Καδμείων μετοικήσαις ἀγυιαῖς (by hypallage [[for]] λευκίππων Καδμ.) (P. 9.83) λευκίππων Μυκηναίων προφᾶται fr. 202.
}}
}}
{{Slater
{{Slater
|sltr=[[λεύκιππος]], -ον</b><br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[with]] [[white]] horses φοινικόπεζαν ἀμφέπει Δάματρα λευκίππου τε θυγατρὸς ἑορτὰν [[Persephone]] (O. 6.95) “λευκίππων δὲ δόμους πατέρων, κεδνοὶ πολῖται, φράσσατέ μοι [[σαφέως]]” i. e. of the [[noble]] ancestors of [[Jason]] (P. 4.117) λευκίπποισι Καδμείων μετοικήσαις ἀγυιαῖς (by hypallage [[for]] λευκίππων Καδμ.) (P. 9.83) λευκίππων Μυκηναίων προφᾶται fr. 202.
|sltr=[[λεύκιππος]], -ον</b><br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[with]] [[white]] horses φοινικόπεζαν ἀμφέπει Δάματρα λευκίππου τε θυγατρὸς ἑορτὰν [[Persephone]] (O. 6.95) “λευκίππων δὲ δόμους πατέρων, κεδνοὶ πολῖται, φράσσατέ μοι [[σαφέως]]” i. e. of the [[noble]] ancestors of [[Jason]] (P. 4.117) λευκίπποισι Καδμείων μετοικήσαις ἀγυιαῖς (by hypallage [[for]] λευκίππων Καδμ.) (P. 9.83) λευκίππων Μυκηναίων προφᾶται fr. 202.
}}
}}

Revision as of 12:34, 17 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λεύκιππος Medium diacritics: λεύκιππος Low diacritics: λεύκιππος Capitals: ΛΕΥΚΙΠΠΟΣ
Transliteration A: leúkippos Transliteration B: leukippos Transliteration C: leykippos Beta Code: leu/kippos

English (LSJ)

ον,

   A riding or driving white horses, Ibyc.16, Stesich.86, Pi.P.4.117, S.El.706; of Persephone, Pi.O.6.95; λ. Ἀώς B.Scol.Oxy. 24.    2 λ. ἀγυιαί full of white horses, Pi.P.9.83.

German (Pape)

[Seite 33] (für λεύχιππος), mit weißen Rossen, Pind. Ol. 6, 95 u. öfter; auch ἀγυιαί, wo Wettrennen gehalten werden, P. 9, 86; Soph. El. 696; bes. von den Dioskuren, Ibyc. frg. 27; Eur. Hel. 640 u. sp. D., wie Theocr. 13, 11 von der Eos.

Greek (Liddell-Scott)

λεύκιππος: -ον, ὁ ἱππεύων ἢ ἐλαύνων λευκοὺς ἵππους, ὡς τὸ λευκόπωλος, ἐπίθ. τῶν Διοσκόρων, Ἴβυκ. 16, Valck. Φοίν. 609· καὶ ἀνδρῶν ἐπισήμου καταγωγῆς, Ἴβυκ. 16, Πινδ. Π. 4. 207, Σοφ. Ἠλ. 706· ἐπὶ τῆς Περσεφόνης, Πινδ. Ο. 6. 160. 2) λ. ἀγυιαί, πλήρης λευκῶν ἵππων, ὁ αὐτ. ἐν Π. 9. 146.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 aux chevaux blancs, aux blancs coursiers;
2 rempli de chevaux blancs.
Étymologie: λευκός, ἵππος.

English (Slater)

λεύκιππος, -ον
   1 with white horses φοινικόπεζαν ἀμφέπει Δάματρα λευκίππου τε θυγατρὸς ἑορτὰν Persephone (O. 6.95) “λευκίππων δὲ δόμους πατέρων, κεδνοὶ πολῖται, φράσσατέ μοι σαφέως” i. e. of the noble ancestors of Jason (P. 4.117) λευκίπποισι Καδμείων μετοικήσαις ἀγυιαῖς (by hypallage for λευκίππων Καδμ.) (P. 9.83) λευκίππων Μυκηναίων προφᾶται fr. 202.

English (Slater)

λεύκιππος, -ον
   1 with white horses φοινικόπεζαν ἀμφέπει Δάματρα λευκίππου τε θυγατρὸς ἑορτὰν Persephone (O. 6.95) “λευκίππων δὲ δόμους πατέρων, κεδνοὶ πολῖται, φράσσατέ μοι σαφέως” i. e. of the noble ancestors of Jason (P. 4.117) λευκίπποισι Καδμείων μετοικήσαις ἀγυιαῖς (by hypallage for λευκίππων Καδμ.) (P. 9.83) λευκίππων Μυκηναίων προφᾶται fr. 202.