Κρονίων: Difference between revisions

From LSJ

ἄμπελον κόπτοντες τὴν περὶ τὸ ἱερὸν ἐσέβαλλον καὶ λίθους — → cutting down the vines 'round the sanctuary, they threw in rocks as well

Source
(slb)
m (Text replacement - "{{Slater\n(.*?)\n}}" to "")
Line 18: Line 18:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=[[Κρονίδης]].
|auten=[[Κρονίδης]].
}}
{{Slater
|sltr=[[Κρονίων]] (ᾰ [[but]]<br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> ῖ (P. 1.71), (N. 9.28)) [[son]] of Kronos epith. of [[Zeus]]. [[λίσσομαι]] νεῦσον, [[Κρονίων]] (P. 1.71) χερσὶ δ' [[ἄρα]] [[Κρονίων]] ῥίψαις (P. 3.57) “[[Κρονίων]] [[Ζεὺς]] πατὴρ” (P. 4.23) ὤπασε δὲ [[Κρονίων]] (N. 1.16) [[Κρονίων]] ἀστεροπὰν ἐλελίξαις (N. 9.19) εἰ δυνατόν, [[Κρονίων]] (N. 9.28) “πάτερ [[Κρονίων]]” (N. 10.76) “εὐ] ρύοπα [[Κρονίων]] Πα. 8A. 15. πατὴρ δὲ [[Κρονίων]] μολ [(Pae. 15.5) Κρ] ονίων νεῦσεν ἀνάγκᾳ [(supp. Lobel) Δ.. 1. [[Κρονίων]] [[Ζεύς]] (Κρονείων Π) ?fr. 334a. 9.
}}
{{Slater
|sltr=[[Κρονίων]] (ᾰ [[but]]<br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> ῖ (P. 1.71), (N. 9.28)) [[son]] of Kronos epith. of [[Zeus]]. [[λίσσομαι]] νεῦσον, [[Κρονίων]] (P. 1.71) χερσὶ δ' [[ἄρα]] [[Κρονίων]] ῥίψαις (P. 3.57) “[[Κρονίων]] [[Ζεὺς]] πατὴρ” (P. 4.23) ὤπασε δὲ [[Κρονίων]] (N. 1.16) [[Κρονίων]] ἀστεροπὰν ἐλελίξαις (N. 9.19) εἰ δυνατόν, [[Κρονίων]] (N. 9.28) “πάτερ [[Κρονίων]]” (N. 10.76) “εὐ] ρύοπα [[Κρονίων]] Πα. 8A. 15. πατὴρ δὲ [[Κρονίων]] μολ [(Pae. 15.5) Κρ] ονίων νεῦσεν ἀνάγκᾳ [(supp. Lobel) Δ.. 1. [[Κρονίων]] [[Ζεύς]] (Κρονείων Π) ?fr. 334a. 9.
}}
}}

Revision as of 13:03, 17 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Κρονίων Medium diacritics: Κρονίων Low diacritics: Κρονίων Capitals: ΚΡΟΝΙΩΝ
Transliteration A: Kroníōn Transliteration B: Kroniōn Transliteration C: Kronion Beta Code: *kroni/wn

English (LSJ)

ωνος, ὁ,

   A son of Cronos, i.e. Zeus, Il.1.397, al.; Ζεὺς Κρονίων ib.502, al.: gen. Κρονίονος only Il.14.247, Od.11.620.    II Κρονιών (sc. μήν), name of a month at Samos, etc., SIG976.2 (ii B. C.), al. [Hom. has ῑ in Κρονίων, Κρονίονος, in other cases ῐ: but Tyrt.2.1, Pi.P.4.23, etc., use ῐ in Κρονίων.]

Greek (Liddell-Scott)

Κρονίων: -ωνος, ὁ, πατρωνυμ., υἱὸς τοῦ Κρόνου, δηλ. ὁ Ζεύς, συχν. παρ’ Ὁμ., ὡσαύτως, Ζεὺς Κρονίων· ἡ γεν. Κρονίονος ἀπαντᾷ μόνον ἐν Ἰλ. Ξ. 247, Ὀδ. Λ. 620. Ὁ Ὅμηρος ἔχει ῑ ἐν τοῖς Κρονίων, Κρονίονος, ἐν δὲ ἄλλαις πτώσεσι ῐ· ― ἀλλὰ ὁ Τυρταῖ. 5. 1, ὁ Πίνδ. Π. 4. 39, κτλ., ἔχουσιν ῐ ἐν τῷ Κρονίων.

French (Bailly abrégé)

ωνος ou ονος (ὁ) :
le fils de Cronos (Zeus).
Étymologie: Κρόνος.

English (Autenrieth)

Κρονίδης.