ποθεινός: Difference between revisions

From LSJ

Ἔπαινον ἕξεις, ἂν κρατῇς, ὧν δεῖ κρατεῖν → Laus est, si, quibus est imperandum, tu imperes → Lob hast du, wenn du herrschst, worüber zu herrschen gilt

Menander, Monostichoi, 139
(slb)
m (Text replacement - "{{Slater\n(.*?)\n}}" to "")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή <i>ou poét.</i> ός, όν :<br /><b>1</b> désirable, digne d’être aimé <i>ou</i> recherché;<br /><b>2</b> désiré;<br /><b>3</b> digne de regrets, regrettable;<br /><i>Cp.</i> ποθεινότερος, <i>Sp.</i> ποθεινότατος.<br />'''Étymologie:''' [[πόθος]].
|btext=ή <i>ou poét.</i> ός, όν :<br /><b>1</b> désirable, digne d’être aimé <i>ou</i> recherché;<br /><b>2</b> désiré;<br /><b>3</b> digne de regrets, regrettable;<br /><i>Cp.</i> ποθεινότερος, <i>Sp.</i> ποθεινότατος.<br />'''Étymologie:''' [[πόθος]].
}}
{{Slater
|sltr=[[ποθεινός]]<br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[desired]] ἀλλ' ὥτε [[παῖς]] ἐξ ἀλόχου πατρὶ ποθεινὸς (O. 10.87) ἐξ ἱερῶν ἀέθλων μέλλοντα ποθεινοτάταν [[δόξαν]] φέρειν (O. 8.64) ποθεινὰ δ' Ἑλλὰς αὐτὰν δονέοι μάστιψι Πειθοῦς [[yearning]] [[for]] [[Greece]] (P. 4.218) ἔν τ' ἀγωνίοις ἀέθλοισι ποθεινὸν [[κλέος]] ἔπραξεν (I. 5.7)
}}
{{Slater
|sltr=[[ποθεινός]]<br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[desired]] ἀλλ' ὥτε [[παῖς]] ἐξ ἀλόχου πατρὶ ποθεινὸς (O. 10.87) ἐξ ἱερῶν ἀέθλων μέλλοντα ποθεινοτάταν [[δόξαν]] φέρειν (O. 8.64) ποθεινὰ δ' Ἑλλὰς αὐτὰν δονέοι μάστιψι Πειθοῦς [[yearning]] [[for]] [[Greece]] (P. 4.218) ἔν τ' ἀγωνίοις ἀέθλοισι ποθεινὸν [[κλέος]] ἔπραξεν (I. 5.7)
}}
}}

Revision as of 13:07, 17 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ποθεινός Medium diacritics: ποθεινός Low diacritics: ποθεινός Capitals: ΠΟΘΕΙΝΟΣ
Transliteration A: potheinós Transliteration B: potheinos Transliteration C: potheinos Beta Code: poqeino/s

English (LSJ)

ή, όν, also ός, όν E.Hel.623:—shortd. ποθινός (q.v.): (ποθέω):—

   A full of longing, ἔρος Sapph.Supp.4.11; but usu.    2 longed for, desired, desirable, τίς ἁδονᾶς ἄτερ βίος π.; Simon.71; οὐκ . . δήμῳ φίλος οὐδὲ π. Callin.1.16; χρυσὸς π. κτῆμα τοῖς βροτοῖς E.Fr.1132.31; esp. of those absent or lost, παῖς πατρὶ π. Pi.O.10(11).87, cf. I.5(4).7, etc.; ποθεινὰ Ἑλλάς desire of seeing Greece, Id.P.4.218; π. ἦλθες E.IT515; π. ἂν μόλοις Id.Hel.540; π. δάκρυα tears of regret, Id.Ph.1737(lyr.): also in Com. and Prose, ἀγαθὸς ποιητὴς καὶ π. τοῖς φίλοις Ar.Ra.84; ὦ ποθεινὴ τοῖς . . γεωργοῖς ἡμέρα Id.Pax556 (paratrag., cf. E.Hel.623); τὴν τῶν ἐναντίων τιμωρίαν -οτέραν αὐτῶν λαβόντες Th.2.42; -ότερος θάνατος βίου Lys.2.73; τὸ -ότατον τῆς ψυχῆς ἦθος X.Mem.3.10.3; ποθεινοὶ ἀλλήλοις Pl.Ly.215b, etc. Adv. Comp. -οτέρως, σφῶν αὐτῶν ἔχειν long more ardently for each other, X.Lac.1.5.    II longed for, desired, missed, E.Cyc.620 (lyr.); ποθεινὴ δακρύοισι συμφορά desired by tears, i.e. desiring, calling for tears, Id.Med.1221(s.v.l.).    III Subst., perh. name of a colour (cf. πόθος 111) or kind of paint, χρίσει ποθεινῷ PCair.Zen.445.11 (iii B. C.).

German (Pape)

[Seite 644] bei Eur. auch 2 Endgn, wonach man verlangt, was man liebt, wünscht; Pind. παῖς ποθεινὸς πατρί, Gl. 11, 91; Ἑλλάς, P. 4, 218; κλέος, I. 4, 8; Soph. Phil. 1431; ποθεινὸς φίλοις, Eur. Phoen. 324; ποθεινός γ' ἦλθες, I. T. 515; so auch Ar. Ran. 84 Pax 508; u. in Prosa: Thuc. 2, 42; οἱ μήτε ἀπόντες ποθεινοὶ ἀλλήλοις, Plat. Lys. 215 b; vermißt, betrauert, δάκρυα, Eur., Thränen der Sehnsucht. – Compar., Strat. 4 (XII, 4); superl., Xen. Mem. 3, 10, 3; auch adv., π οθεινῶς ἔχειν τινός, sich wonach schnen, Xen. Lacon. 1, 5.

Greek (Liddell-Scott)

ποθεινός: -ή, -όν, καὶ ός, όν Εὐρ. Ἑλ. 623· συντετμημ. ποθινός, ἴδε ἐν λ. (ποθέω)· ― ἐπιθυμητός, λίαν ποθητός, περιπόθητος, λίαν ἐπιθυμητός, βίος Σιμωνίδ. 71· συνημμένον μετὰ τοῦ φίλος Καλλίξ. 1. 16· μάλιστα ἐπὶ ἀπόντος ἢ ἀπολωλότος (ἴδε πόθος), παῖς πατρὶ π. Πινδ. Ο. 10 (11). 104, πρβλ. Ι. 5 (4). 9, καὶ Τραγ.· ποθεινὰ Ἑλλάς, ἡ ἐπιθυμία τοῦ νὰ ἴδῃ τις τὴν Ἑλλάδα, Πινδ. Π. 4. 389· ποθεινὸς ἦλθες Εὐρ. Ι. Τ. 515· π. ἂν μόλοις ὁ αὐτ. ἐν Ἑλ. 540· π. δάκρυα, πόθου δάκρυα, ὁ αὐτ. ἐν Φοιν. 1737· ― οὕτω παρὰ τοῖς κωμ. καὶ τοῖς πεζογράγοις, ἀγαθὸς ποιητὴς καὶ π. τοῖς φίλοις Ἀριστοφ. Βάτρ. 84· ὦ ποθεινὴ τοῖς… γεωργοῖς ἡμέρα ὁ αὐτ. ἐν Εἰρ. 556· ποθεινότερόν τί τινος λαβὼν Θουκ. 2. 42· ποθεινότερος βίου θάνατος Λυσ. 197· 27· τὸ ποθεινότερον τῆς ψυχῆς ἦθος Ξεν. Ἀπομν. 3. 10, 3· ποθεινοὶ ἀλλήλοις Πλάτ. Λῦσ. 215Β, κτλ. ― Ἐπίρρ., ποθεινοτέρως ἔχειν τινὸς Ξεν. Λακ. 1, 5. ΙΙ. παρ’ Εὐρ. ἐν Μηδ. 1221, τὸ ποθεινὴ δακρύοισι συμφορά, ἑρμηνευτέον, συμφορὰ προκαλοῦσα δάκρυα, κατὰ τὸν Σχολ.: «ἀντὶ τοῦ ἀξιοδάκρυτος συμφορὰ» πρβλ. Ι. Τ. 629.

French (Bailly abrégé)

ή ou poét. ός, όν :
1 désirable, digne d’être aimé ou recherché;
2 désiré;
3 digne de regrets, regrettable;
Cp. ποθεινότερος, Sp. ποθεινότατος.
Étymologie: πόθος.