περιγραφικός: Difference between revisions
λύπης ἰατρός ἐστιν ὁ χρηστὸς φίλος → a true friend is grief's physician, a worthy friend is a physician to your pain
(9) |
(32) |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=perigrafiko/s | |Beta Code=perigrafiko/s | ||
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">indicating a conclusion</b>, <b class="b3">σύνδεσμοι</b> prob. in <span class="bibl">A.D.<span class="title">Conj.</span>253.18</span>.</span> | |Definition=ή, όν, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">indicating a conclusion</b>, <b class="b3">σύνδεσμοι</b> prob. in <span class="bibl">A.D.<span class="title">Conj.</span>253.18</span>.</span> | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -ό / [[περιγραφικός]], -ή, -όν, ΝΑ [[περιγραφή]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[περιγραφή]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> ο [[ικανός]] να αποδίδει με [[ενάργεια]] και [[ζωντάνια]] τις εικόνες τών πραγμάτων, [[παραστατικός]] («περιγραφικό ύφος»)<br /><b>2.</b> αυτός που περιγράφεται με [[ζωντάνια]] και [[παραστατικότητα]]<br /><b>3.</b> αυτός που δεν διεισδύει στην [[ουσία]] ενός πράγματος ή φαινομένου, που δεν εμβαθύνει σε [[κάτι]], [[επιφανειακός]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «περιγραφική [[γλωσσολογία]]» <b>γλωσσ.</b> [[μορφή]] του γλωσσικού δομισμού ή στρουκτουραλισμού, που αναπτύχθηκε [[κυρίως]] στην αμερικανική ήπειρο [[μετά]] τον Μπλούμφηλντ και η οποία χρησιμοποιεί ως αποκλειστική μέθοδο ανάλυσης τών γλωσσικών φαινομένων την [[περιγραφή]]<br />β) «περιγραφική [[γεωμετρία]]»<br /><b>μαθημ.</b> η παραστατική [[γεωμετρία]]<br />γ) «περιγραφική [[μετεωρολογία]]»<br /><b>(μετεωρ.)</b> το [[σύνολο]] τών βασικών αρχών της μετεωρολογίας και τών επιστημών της ατμόσφαιρας που αναλύονται με περιγραφικό [[παρά]] με θεωρητικό ή [[δυναμικό]] τρόπο<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που δηλώνει ένα [[συμπέρασμα]], [[συμπερασματικός]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>περιγραφικώς</i> / <i>περιγραφικῶς</i> ΝΑ και <i>περιγραφικά</i> Ν<br /><b>1.</b> με [[περιγραφή]]<br /><b>2.</b> [[κατά]] τρόπο περιγραφικό. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:16, 29 September 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A indicating a conclusion, σύνδεσμοι prob. in A.D.Conj.253.18.
Greek Monolingual
-ή, -ό / περιγραφικός, -ή, -όν, ΝΑ περιγραφή
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην περιγραφή
νεοελλ.
1. ο ικανός να αποδίδει με ενάργεια και ζωντάνια τις εικόνες τών πραγμάτων, παραστατικός («περιγραφικό ύφος»)
2. αυτός που περιγράφεται με ζωντάνια και παραστατικότητα
3. αυτός που δεν διεισδύει στην ουσία ενός πράγματος ή φαινομένου, που δεν εμβαθύνει σε κάτι, επιφανειακός
4. φρ. α) «περιγραφική γλωσσολογία» γλωσσ. μορφή του γλωσσικού δομισμού ή στρουκτουραλισμού, που αναπτύχθηκε κυρίως στην αμερικανική ήπειρο μετά τον Μπλούμφηλντ και η οποία χρησιμοποιεί ως αποκλειστική μέθοδο ανάλυσης τών γλωσσικών φαινομένων την περιγραφή
β) «περιγραφική γεωμετρία»
μαθημ. η παραστατική γεωμετρία
γ) «περιγραφική μετεωρολογία»
(μετεωρ.) το σύνολο τών βασικών αρχών της μετεωρολογίας και τών επιστημών της ατμόσφαιρας που αναλύονται με περιγραφικό παρά με θεωρητικό ή δυναμικό τρόπο
αρχ.
αυτός που δηλώνει ένα συμπέρασμα, συμπερασματικός.
επίρρ...
περιγραφικώς / περιγραφικῶς ΝΑ και περιγραφικά Ν
1. με περιγραφή
2. κατά τρόπο περιγραφικό.