δικαιόω: Difference between revisions
Γυνὴ δικαία τοῦ βίου σωτηρία → Mulier probe morata vitae est sospita → Die Frau, die rechtlich denkt, erhält das Lebensgut
(21) |
(21) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=-ῶ :<br /><i>f.</i> δικαιώσω et δικαιώσομαι, <i>ao.</i> ἐδικαίωσα, <i>pf. inus;<br />Pass. f.</i> δικαιωθήσομαι, <i>ao.</i> ἐδικαιώθην, <i>pf.</i> δεδικαίωμαι;<br /><b>I.</b> rendre juste, établir comme juste ; prouver;<br /><b>II.</b> regarder comme juste, juger légitime ; <i>p. suite</i> :<br /><b>1</b> désirer, vouloir;<br /><b>2</b> consentir à, inf.;<br /><b>III.</b> rendre justice à ; condamner, châtier, punir;<br /><i><b>Moy.</b></i> δικαιόομαι-οῦμαι rendre justice ; condamner.<br />'''Étymologie:''' [[δίκαιος]]. | |btext=-ῶ :<br /><i>f.</i> δικαιώσω et δικαιώσομαι, <i>ao.</i> ἐδικαίωσα, <i>pf. inus;<br />Pass. f.</i> δικαιωθήσομαι, <i>ao.</i> ἐδικαιώθην, <i>pf.</i> δεδικαίωμαι;<br /><b>I.</b> rendre juste, établir comme juste ; prouver;<br /><b>II.</b> regarder comme juste, juger légitime ; <i>p. suite</i> :<br /><b>1</b> désirer, vouloir;<br /><b>2</b> consentir à, inf.;<br /><b>III.</b> rendre justice à ; condamner, châtier, punir;<br /><i><b>Moy.</b></i> δικαιόομαι-οῦμαι rendre justice ; condamner.<br />'''Étymologie:''' [[δίκαιος]]. | ||
}} | |||
{{Slater | |||
|sltr=<b>δῐκαιόω</b> <br /> <b>1</b> [[make]] [[just]] sens. dub. ?[[punish]], [[justify]] Νόμος ὁ πάντων βασιλεὺς [[ἄγει]] [[δικαιῶν]] τὸ βιαιότατον ὑπερτάτᾳ χειρί (v. 1. βιαιῶν τὸ δικαιότατον) fr. 169. 3. | |||
}} | }} | ||
{{Slater | {{Slater | ||
|sltr=<b>δῐκαιόω</b> <br /> <b>1</b> [[make]] [[just]] sens. dub. ?[[punish]], [[justify]] Νόμος ὁ πάντων βασιλεὺς [[ἄγει]] [[δικαιῶν]] τὸ βιαιότατον ὑπερτάτᾳ χειρί (v. 1. βιαιῶν τὸ δικαιότατον) fr. 169. 3. | |sltr=<b>δῐκαιόω</b> <br /> <b>1</b> [[make]] [[just]] sens. dub. ?[[punish]], [[justify]] Νόμος ὁ πάντων βασιλεὺς [[ἄγει]] [[δικαιῶν]] τὸ βιαιότατον ὑπερτάτᾳ χειρί (v. 1. βιαιῶν τὸ δικαιότατον) fr. 169. 3. | ||
}} | }} |
Revision as of 14:01, 17 August 2017
English (LSJ)
Ion. impf.
A ἐδικαίευν Hdt.1.100: fut. -ώσω Orac. ap. eund.5.92.β, Th.5.26; -ώσομαι Id.3.40:aor. ἐδικαίωσα Id.2.71:—Pass., fut. -ωθήσομαι LXX Si.18.2: aor. ἐδικαιώθην A.Ag. 393 (lyr.): pf. δεδικαίωμαι LXXEz.21.13(18). I set right, νόμος . . δικαιῶν τὸ βιαιότατον Pi.Fr.169.3; δικαιωθείς proved, tested, A. l. c. II hold or deem right, claim or demand as a right, c. inf., Hdt.1.89, 133, Hp.Fract.31; δεινά με δικαιοῖ δρᾶν S.OT640, cf. 575; δικαιοῦντες μὴ ἀφαιρεθῆναι αὐτήν Th.2.41: with inf. omitted, οὕτω δ. (sc. γενέσθαι) Hdt.9.42; δίκας δ. (sc. γενέσθαι) ib.93; ὅποι ποτὲ θεὸς δικαιοῖ S.Ph.781; οὐκ ὀρθῶς δ. Th.5.26; pronounce judgement, Id.2.71: c. inf., ἐδικαίωσεν ἀποδοῦναι ἡμᾶς τὸ κεφάλαιον PRyl.119.14 (i A. D.); consent, δουλεύειν Hdt.2.172, cf. 6.86; οὐκ ἐδικαίου οὐδένα οἱ ἐσαγγεῖλαι he would not allow . . Id.3.118:—Pass., τὸ δικαιωθὲν ὑπό τινος that which is ordained, D.H.10.1. III do a man right or justice: hence, 1 chastise, punish, Hdt.1.100:—Pass., Id.3.29, Pl.Lg.934b, D.C.Fr.57.47; pass sentence on, ὑμᾶς αὐτοὺς δικαιώσεσθε Th.3.40. 2 Pass., also, have right done one, opp. ἀδικεῖσθαι, Arist.EN1136a18. 3 pronounce and treat as righteous, justify, vindicate, LXXEx.23.7, Je.3.11; ἑαυτούς Ev.Luc.16.15, etc.:—freq. in Pass., ib.7.35, etc.
German (Pape)
[Seite 627] fut. δικαιώσομαι Thuc. 3, 40, für recht u. billig erachten; γένοιτο πλοῦς, ὅποι ποτὲ θεὸς δικαιοῖ Soph. Phil. 770; δικαιῶν τὸ βιαιότατον Pind. frg. 151; vgl. Plat. Legg. IV, 714 c; u. pass., δικαιωθείς, bewährt, Aesch. Ag. 382. Dah. – a) wie ἀξιόω, für recht halten, fordern, wollen; οὐ γὰρ δικαιοῖς κλύειν Soph. Tr. 1234; vgl. O. R. 6; u. mit folgd. ὥςτε O. C. 1350; νεκροὺς θάψαι δικαιῶ Eur. Suppl. 526. So auch Her. 3, 42. 79; Thuc. 4, 122 u. Sp., wie Plut. Thes. 17. – b) richten, strafen, verurtheilen; Her. 1, 100; Plat. Legg. XI, 934 b; Thuc. 3, 40; Plut. Ages. 23; – δικαιοῦσθαι, iusta pati, Ggstz ἀδικεῖσθαι Arist. Eth. Nic. 5, 9.
Greek (Liddell-Scott)
δῐκαιόω: Ἰων. ἀπαρέμφ. δικαιεῦν, Ἡρόδ. 6.82· μέλλ. -ώσω. Χρησμ. παρ’ Ἡροδ. 5.92, Θουκ. 5.26· -ώσομαι Θουκ 3.40 ἀόρ. ἐδικαίωσα ὁ αὐτ. 2.71. - Παθ. μέλλ. -ωθήσομαι Ἑβδ. Ι. ἐπανορθῶ, διορθώνω, νόμος… δικαιῶν τὸ βιαιότατον Πίνδ. Ἀποσπ. 151.4· -δικαιωθείς, δοκιμασθείς, ἐξετασθείς, Αἰσχύλ. ἔνθ’ ἀνωτ. ΙΙ. θεωρῶ ὡς δίκαιον, νομίζω κατάλληλον, ἔχω ἀξιώσεις ἢ ἀπαιτῶ τι ὡς δίκαιον, κτλ. μετ’ ἀπαρ. ὡς τὸ ἀξιόω Ἡρόδ. 1.89, 113, Ἱππ. Ἀγμ. 772· δεινά με δρᾶσαι δικαιοῖ Σοφ. Ο.Τ. 640, πρβλ 575. δ. τι γενέσθαι Ἡρόδ. 9.93· δικαιοῦντες μὴ ἀφαιρεθῆναι αὐτὴν Θουκ. 2.41· τὸ ἀπαρέμφ. πολλάκις παραλείπεται, ὡς οὕτω δ. (γενέσθαι) Ἡρόδ. 9.42· οὕτως, ὅποι ποτὲ θεὸς δικαιοῖ Σοφ. Φ.780· -συναινῶ, δουλεύειν Ἡρόδ. 2.172· οὐ δ., ἀρνοῦμαι, δὲν συναινῶ, Θουκ. 2.172· μετ’ αἰτ. προσ. καὶ ἀπαρ., ἐπιθυμῶ νὰ πράξῃ τίς τι, Ἡρόδ. 3.118. - Παθ. τὸ δικαιωθέν, ὅ,τι ἔχει ὁρισθῆ, Διον, Ἁλ. 10.1. ΙΙΙ. ἀπονέμω δικαιοσύνην εἴς τινα, δικάζω, ὅ ἐ. 1) καταδικάζω, κατὰ μέσ. μέλλ., Θουκ. 3.40· κολάζω, τιμωρῶ, Ἡρόδ. 1.100, 3.29, πρβλ. Cic. 2 Verr. 5.57, Ruhnk. Τίμ. - Παθ., ἀποδίδοται εἰς ἐμὲ δικαιοσύνη, ἀντίθ. ἀδικεῖσθαι, Ἀριστ. Ἠθ.Ν. 5.9,2· τιμωροῦμαι, Πλάτ. Νόμ. 934Β.
2) κηρύττω τινὰ δίκαιον, Ἑβδ. (Ἐξόδ. κγ΄,7, Ἱερ. γ΄,11), Εὐαγγ. κ.Λουκ. ις΄, 15, κτλ.· συχνὸν ἐν τῷ παθ., αὐτόθι ζ΄,35, κτλ.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
f. δικαιώσω et δικαιώσομαι, ao. ἐδικαίωσα, pf. inus;
Pass. f. δικαιωθήσομαι, ao. ἐδικαιώθην, pf. δεδικαίωμαι;
I. rendre juste, établir comme juste ; prouver;
II. regarder comme juste, juger légitime ; p. suite :
1 désirer, vouloir;
2 consentir à, inf.;
III. rendre justice à ; condamner, châtier, punir;
Moy. δικαιόομαι-οῦμαι rendre justice ; condamner.
Étymologie: δίκαιος.
English (Slater)
δῐκαιόω
1 make just sens. dub. ?punish, justify Νόμος ὁ πάντων βασιλεὺς ἄγει δικαιῶν τὸ βιαιότατον ὑπερτάτᾳ χειρί (v. 1. βιαιῶν τὸ δικαιότατον) fr. 169. 3.
English (Slater)
δῐκαιόω
1 make just sens. dub. ?punish, justify Νόμος ὁ πάντων βασιλεὺς ἄγει δικαιῶν τὸ βιαιότατον ὑπερτάτᾳ χειρί (v. 1. βιαιῶν τὸ δικαιότατον) fr. 169. 3.