βασανίζω: Difference between revisions
Λεύσσετε, Θήβης οἱ κοιρανίδαι τὴν βασιλειδᾶν μούνην λοιπήν, οἷα πρὸς οἵων ἀνδρῶν πάσχω → See, you leaders of Thebes, what sorts of things I, its last princess, suffer at the hands of such men
(21) |
m (Text replacement - "{{Slater\n(.*?)\n}}" to "") |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i>f.</i> βασανιῶ, <i>ao.</i> ἐβασάνισα;<br /><i>Pass. ao.</i> ἐβασανίσθην, <i>pf.</i> βεβασάνισμαι;<br /><b>I.</b> essayer avec la pierre de touche ; éprouver;<br /><b>II.</b> <i>fig.</i> <b>1</b> <i>en parl. de pers.</i> mettre à l’épreuve;<br /><b>2</b> mettre à la question, torturer.<br />'''Étymologie:''' [[βάσανος]]. | |btext=<i>f.</i> βασανιῶ, <i>ao.</i> ἐβασάνισα;<br /><i>Pass. ao.</i> ἐβασανίσθην, <i>pf.</i> βεβασάνισμαι;<br /><b>I.</b> essayer avec la pierre de touche ; éprouver;<br /><b>II.</b> <i>fig.</i> <b>1</b> <i>en parl. de pers.</i> mettre à l’épreuve;<br /><b>2</b> mettre à la question, torturer.<br />'''Étymologie:''' [[βάσανος]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 14:12, 17 August 2017
English (LSJ)
Att. fut.
A -ῐῶ Ar.Ra. 802, 1121, Ec.748: aor. ἐβασάνισα, subj. βασανίσω v.l. in Id.Ra.618 cod. R:—Pass., aor. ἐβασανίσθην: pf. βεβασάνισμαι:—rub upon the touch-stone (βάσανος), χρυσόν Pl.Grg.486d: hence, put to the test, prove, Arist.GA747a3 (Pass.), etc.; investigate scientifically, Hp.Aër.3; of the instances used in inductive inference, ἀπὸ τῶν πανταχόθεν βεβασανισμένων [μεταβαίνομεν] Phld.Sign.29. II of persons, examine closely, cross-question, Hdt.1.116, 2.151, Ar.Ach.110, Ra.802, etc.; βεβασανισμένος εἰς δικαιοσύνην having his love of justice put to the test, Pl.R.361c, cf. 413e, Smp.184a; ὑπὸ δακρύων βασανίζεσθαι, i.e. to be convicted of being painted by tears (washing off the cosmetic), X.Oec.10.8. 2 question by applying torture, torture, rack (v. βάσανοςIII), Ar.Ra.616,618; [δούλους] πάντας παραδίδωμι βασανίσαι Antipho 2.4.8, cf. 5.36:—Pass., to be put to the torture, Th.7.86, Lys.4.14, Arist.Rh.Al.1443b31; αἰωνίοις ἀμοιβαῖς βασανισθησόμενοι πρὸς τῶν θεῶν Phld.D.1.19; to be tortured by disease (censured by Luc.Sol.6), Ev.Matt.8.6; ὑπὸ τῶν κυμάτων ib.14.24; of animals, Philostr.VA 1.38: metaph. of the earth, ib.6.10. 3 metaph. of style, strain, Longin.10.6; βεβασανισμένος forced, unnatural, D.H.Th.55.
German (Pape)
[Seite 436] eigtl. am Probierstein reiben u. die Aechtheit erproben, χρυσόν Plat. Gorg. 486 d; ἐν πυρὶ χρυσόν Rep. III, 413 e; gew. verhören, ausforschen, Her. 2, 151. 7, 146, öfter bei Plat. τινά u. τι; vgl. Xen. Cyr. 3, 3, 16; bes. mit Anwendung der Folter die Wahrheit erforschen, foltern, vgl. Ar. Ran. 615 ff.; B. A. 226; oft bei den Rednern, z. B. Antipho 1, 8. 11 Lys. 4, 14 ff.; Thuc. 8, 92 u. Folgde. Bei Sp. auch allgemeiner, martern, z. B. ὑπὸ κυμάτων N. T.; ὑπὸ νόσου, was Thom. Mag. tadelt. Absol. von Krankheiten. – Auch vom Styl, bes. βεβασανισμένον, geschraubt, Dion. Hal. iud. de Thuc. 41.
Greek (Liddell-Scott)
βᾰσᾰνίζω: μέλλ.. Ἀττ. -ῐῶ, Ἀριστοφ. Βατρ. 802,1121, Ἐκκλ. 748· ἀόρ. ἐβασάνισα,ὑποτακτ. βασανίσω Βατρ. 618(Ραβ. Χφ.). - Παθ., ἀόρ. ἐβασανίσθην · πρκμ. βεβασάνισμαι. Τρίβω ἐπὶ τῆς δοκιμαστικῆς λίθου (βάσανος) , βασ. χρυσὸν Πλάτ. Γοργ. 486D· ἐντεῦθεν ἐπὶ πραγμάτων, ὑποβάλλω εἰς ἐξέτασιν , δοκιμάζω, ἐξελέγχω, ὁ αὐτ. Πολ. 413, Συμπ. 184Α,κτλ.· ἐπιστημονικῶς ἐρευνῶ, Ἱππ. π. Ἀέρ. 281. ΙΙ.ἐπὶ προσώπων, ἐξετάζω μετ' ἀκριβείας, κάμνω ἐρωτήσεις ἐπανειλημμένας καὶ διαφόρους, Ἡρόδ. 1.116., 2.151, Ἀριστοφ. Ἀχ. 110,Βάτρ.802,κτλ. · βεβασανισμένος εἰς δικαιοσύνην, οὗ ἡ πρὸς δικαιοσύνην ἀγάπη ἐδοκιμάσθη, Πλάτ. Πολ.361C· ὑπὸ δακρύων βασανίζεσθαι, δηλ. ἀποδεικνύομαι ὅτι εἶμαι ἐψιμυθιωμένος(ὑπὸ τῶν δακρύων τῶν ἐκπλυνόντων τὸ ψιμύθιον), Ξεν. Οἰκ.10,8. 2) ἐξετάζω ἐφαρμόζων τὸ βασανιστήριον (ἴδε βάσανος ΙΙΙ) , Ἀριστοφ. Βατρ. 616,618·[δούλους] πάντας δίδωσι βασανίσαι Ἀντιφ.120.8. - Παθ., ὑποβάλλομαι εἰς βάσανον ὅπως εἴπω τὴν ἀλήθειαν, Θουκ. 7.86.,8.92, Ἀριστ. Ρητ. π. Ἀλ. 37.27· βασανίζομαι ὑπ' ἀσθενείας , ταλαιπωροῦμαι ,Εὐαγγ. κ. Ματθ. η', 6· ὑπὸ τῶν κυμάτων αὐτόθι ιδ', 24. 3) μεταφ.ἐπὶ ὕφους, βεβασανισμένος,η,ον, βεβιασμένος, παρὰ φύσιν, Διον.Ἁλ. περὶ Θουκ. Ἱστ. 55.
French (Bailly abrégé)
f. βασανιῶ, ao. ἐβασάνισα;
Pass. ao. ἐβασανίσθην, pf. βεβασάνισμαι;
I. essayer avec la pierre de touche ; éprouver;
II. fig. 1 en parl. de pers. mettre à l’épreuve;
2 mettre à la question, torturer.
Étymologie: βάσανος.