ἀμείλιχος: Difference between revisions

From LSJ

μέγα πνεῦμα καὶ πολλὴν θάλασσαν → strong wind and high waves

Source
(21)
m (Text replacement - "{{Slater\n(.*?)\n}}" to "")
Line 21: Line 21:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=[[ἀμείλικτος]].
|auten=[[ἀμείλικτος]].
}}
{{Slater
|sltr=<b>ᾰμείλῐχος</b> <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[implacable]] [[χειμέριος]] [[ὄμβρος]], ἔπακτος ἐλθὼν ἐριβρόμου νεφέλας στρατὸς [[ἀμείλιχος]] (P. 6.12) τὺ δ' [[ὁπόταν]] [[τις]] ἀμείλιχον καρδίᾳ κότον ἐνελάσῃ (P. 8.8)
}}
{{Slater
|sltr=<b>ᾰμείλῐχος</b> <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[implacable]] [[χειμέριος]] [[ὄμβρος]], ἔπακτος ἐλθὼν ἐριβρόμου νεφέλας στρατὸς [[ἀμείλιχος]] (P. 6.12) τὺ δ' [[ὁπόταν]] [[τις]] ἀμείλιχον καρδίᾳ κότον ἐνελάσῃ (P. 8.8)
}}
}}

Revision as of 14:09, 17 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμείλῐχος Medium diacritics: ἀμείλιχος Low diacritics: αμείλιχος Capitals: ΑΜΕΙΛΙΧΟΣ
Transliteration A: ameílichos Transliteration B: ameilichos Transliteration C: ameilichos Beta Code: a)mei/lixos

English (LSJ)

ον,

   A implacable, relentless, Ἀΐδης Il.9.158; ἦτορ ib.572; βία Sol.32; στρατός (of rain), κότος, Pi.P.6.12, 8.8:—a form ἀμειλίχιος occurs in Adv. -ίως Epigr.Gr.313 (Smyrna).    II of things, unmitigated, πόνοι A.Ch.623; ἀμείλιχα σάρκες ἔχουσιν IG14.2461 (Massilia).

German (Pape)

[Seite 120] nicht sanft; rauh, hart, grausam; Hom. dreimal, Iliad. 9, 158 Ἀίδης τοι ἀμείλιχος ἠδ' ἀδάμαστος, 572 ἐρινύς, ἀμείλιχον ἦτορ ἔχουσα, 24, 734 ἀθλεύων πρὸ ἄνακτος ἀμειλίχου; – Pind. στρατός P. 6, 12; κότος P. 8, 8; πόνος Aesch. Ch. 614; βία Sol. 14; Anthol.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμείλῐχος: -ον, (μειλίσσω) = ἀδυσώπητος, ἄκαμπτος, ἀνεξίλαστος Ἀΐδης Ἰλ. Ι.158· ἦτορ αὐτόθι 572· βία Σόλων 32· στρατός, κότος Πινδ. Π. 6.11., 8.10: - τύπος τις ἀμειλίχιος ἀπαντᾷ ἔν τινι Ἐπιγράμμ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 3344b. ΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων, ἀμετρίαστος, πόνος Αἰσχύλ. Χο. 623. ἀμείλιχα σάρκες ἔχουσιν Συλλ. Ἐπιγρ. 6860b.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
non doux, amer, dur en parl. d’Hadès ; en parl. de pers. ; de choses (cœur, souffrances, force, armée) ; implacable, incessant LSJ.
Étymologie: ἀ, μειλίσσω.

English (Autenrieth)

ἀμείλικτος.