ἰχνεύω: Difference between revisions
Ὁ συκοφάντης ἐστὶν ἐν πόλει λύκος (τοῖς πέλας λύκος) → Calumniator, quemquem novit, huic lupus'st → Der Denunziant lebt in der Stadt gleichsam als Wolf (ist seinen Nachbarn wie ein Wolf)
m (Text replacement - "{{Slater\n(.*?)\n}}" to "") |
(SL_1) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=suivre à la piste.<br />'''Étymologie:''' [[ἴχνος]]. | |btext=suivre à la piste.<br />'''Étymologie:''' [[ἴχνος]]. | ||
}} | |||
{{Slater | |||
|sltr=[[ἰχνεύω]] <br /> <b>1</b> [[follow]] in the footsteps of c. acc., met., παλαισμάτεσσι γὰρ ἰχνεύων ματραδελφεοὺς (-εᾰων Bergk, met. gratia) (P. 8.35) | |||
}} | }} |
Revision as of 14:31, 17 August 2017
English (LSJ)
A track out, hunt after, S.Aj.20, OT 221, 476 (lyr.); ἰ. θῆρας κυσίν E.Cyc.130; κύνες ἰχνεύουσαι hunting by scent, Pl.Lg.654e: metaph., κατὰ σοῦ τὴν ψῆφον ἰ. seeking for a vote of condemnation, Ar.Eq.808; ἰ. τὰ λεχθέντα Pl.Prm.128c; τὴν τοῦ καλοῦ φύσιν Id.R.401c; [σοφίαν] LXX Si.51.15; ἰχνεύεις . . τίς εἴμ' ἐγώ . .; Epigr.Gr.227 (Teos); follow on the track of, emulate, ματραδελφεούς Pi.P.8.35. 2 ἰ. ὄρη to hunt the mountains, X.Cyn.4.9.
German (Pape)
[Seite 1277] spüren, aufspüren, aufsuchen, erspähen; κεῖνον ἰχνεύω πάλαι Soph. Ai. 20; τὸν ἄδηλον ἄνδρα πάντ' ἰχνεύειν O. R. 475, vgl. 221; θῆρας κυσίν Eur. Cycl. 130; sp. D., πρόκας Ap. Rh. 2, 279; in Prosa, καθάπερ κυσὶν ἰχνευούσαις διερευνητέον Plat. Legg. II, 654 e, vgl. Parm. 128 c; Xen. Cyn. 4, 9 u. Sp. – Pass. bei Poll. 5, 11.
Greek (Liddell-Scott)
ἰχνεύω: (ἴχνος) ἀνιχνεύω, ἰχνηλατῶ, Σοφ. Αἴ. 20, Ο. Τ. 221, 475· ἰχν. θῆρας κυσὶ Εὐρ. Κύκλ. 130· κύνες ἰχνεύουσαι Πλάτ. Νόμ. 654Ε· μεταφορ., κατὰ σοῦ τὴν ψῆφον ἰχνεύων, ζητῶν νὰ εὕρῃ τὴν ψῆφον νὰ ψηφίσῃ κατὰ σοῦ, Ἀριστοφ. Ἱππ. 802· ἰχν. τὰ λεχθέντα Πλάτ. Παρμ. 128C· τὴν τοῦ καλοῦ φύσιν ὁ αὐτ. ἐν Πολιτ. 401C· - ἰχνεύεις... τίς εἰμ’ ἐγώ..; Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 227. 2) ἰχνεύω τὰ ὄρη, περιέρχομαι τὰ ὄρη κυνηγῶν, Ξεν. Κυν. 4. 9. - Παρὰ Πινδ. Π. 8. 48, ὁ Böckh ἀναγινώσκει ἰχνέων (ἀκολουθῶν τοῖς ἴχνεσι…) χάριν τοῦ μέτρου, ἀλλὰ βελτίων ἡ διόρθωσις τοῦ Ἑρμάννου οἰχνέων (ἰχνεύων Christ.).
French (Bailly abrégé)
suivre à la piste.
Étymologie: ἴχνος.
English (Slater)
ἰχνεύω
1 follow in the footsteps of c. acc., met., παλαισμάτεσσι γὰρ ἰχνεύων ματραδελφεοὺς (-εᾰων Bergk, met. gratia) (P. 8.35)