ἐννάλιος: Difference between revisions

From LSJ

τὸ πολὺ τοῦ βίου ἐν δικαστηρίοις φεύγων τε καὶ διώκων κατατρίβομαι → waste the greater part of one's life in courts either as plaintiff or defendant

Source
m (Text replacement - "{{Slater\n(.*?)\n}}" to "")
(SL_1)
Line 1: Line 1:


{{Slater
|sltr=<b>ἐννᾰλιος</b> (Schr.: [[ἐνάλιος]] passim codd.: [[εἰνάλιος]] byz.) <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> of, by, in the [[sea]] ἐνναλία τ' Ἐλευσὶς (O. 9.99) [[ἅτε]] γὰρ ἐννάλιον πόνον ἐχοίσας βαθὺ σκευᾶς ἑτέρας (O. 2.79) “φέρομεν νώτων [[ὕπερ]] γαίας ἐρήμων ἐννάλιον [[δόρυ]]” (P. 4.27) Ποσειδάωνος ἐνναλίου i. e. as [[god]] of the [[sea]] (P. 4.204) ἤ μέ [[τις]] [[ἄνεμος]] [[ἔξω]] πλόου ἔβαλεν, ὡς ὅτ' ἄκατον ἐνναλίαν (P. 11.40) ἐνναλίᾳ Σερίφῳ (P. 12.12) “[[πεύθομαι]] δ' αὐτὸν ἐναλίαν βᾶμεν σὺν ἅλμᾳ” (Thiersch: -ία codd.: -ίᾳ Σ.) (P. 4.39)
}}

Revision as of 14:31, 17 August 2017

English (Slater)

ἐννᾰλιος (Schr.: ἐνάλιος passim codd.: εἰνάλιος byz.)
   1 of, by, in the sea ἐνναλία τ' Ἐλευσὶς (O. 9.99) ἅτε γὰρ ἐννάλιον πόνον ἐχοίσας βαθὺ σκευᾶς ἑτέρας (O. 2.79) “φέρομεν νώτων ὕπερ γαίας ἐρήμων ἐννάλιον δόρυ” (P. 4.27) Ποσειδάωνος ἐνναλίου i. e. as god of the sea (P. 4.204) ἤ μέ τις ἄνεμος ἔξω πλόου ἔβαλεν, ὡς ὅτ' ἄκατον ἐνναλίαν (P. 11.40) ἐνναλίᾳ Σερίφῳ (P. 12.12) “πεύθομαι δ' αὐτὸν ἐναλίαν βᾶμεν σὺν ἅλμᾳ” (Thiersch: -ία codd.: -ίᾳ Σ.) (P. 4.39)