γναμπτός: Difference between revisions
Γυνὴ δὲ χρηστὴ πηδάλιόν ἐστ' οἰκίας → Honesta mulier est gubernaculum domus → Des Hauses Steuerruder ist die brave Frau
(SL_1) |
(big3_10) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{Slater | {{Slater | ||
|sltr=[[γναμπτός]] <br /> <b>1</b> [[bent]], [[curved]] ἐν γναμπτοῖς δρόμοις (I. 1.57) ]γναμπτ[ (Pae. 10.7) | |sltr=[[γναμπτός]] <br /> <b>1</b> [[bent]], [[curved]] ἐν γναμπτοῖς δρόμοις (I. 1.57) ]γναμπτ[ (Pae. 10.7) | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ή, -όν<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> γναπτ- Hsch.<br /><b class="num">1</b> [[curvado]] ἄγκιστρα <i>Od</i>.4.369, γένυες <i>Il</i>.11.416, ἕλικες <i>Il</i>.18.401, <i>h.Ven</i>.163, ὄνυχες Hes.<i>Op</i>.204.<br /><b class="num">2</b> [[que describe una curva]] [[δρόμος]] del díaulo, Pi.<i>I</i>.1.57.<br /><b class="num">3</b> [[flexible]] de los miembros de un hombre vivo op. la rigidez de un cadáver ἐνὶ γναμπτοῖσι μέλεσσιν <i>Il</i>.11.669, <i>Od</i>.11.394<br /><b class="num">•</b>fig. [[flexible]] οὔτε νόημα γναμπτὸν ἐνὶ στήθεσσι ni (tiene) un corazón flexible en el pecho</i> de Aquiles <i>Il</i>.24.41. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:22, 21 August 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A curved, bent, ἰχθυάασκον γναμπτοῖς ἀγκίστροισιν Od.4.369; μετὰ γναμπτῇ σι γένυσσιν Il.11.416; πόρπας τε γναμπτάς θ' ἕλικας 18.401; ὄνυχες γ. Hes.Op.204; γ. δρόμοι, of the diaulos, Pi.I.1.57; γ. χαλινούς, Hsch. 2 supple, pliant, of the limbs of living men (opp. to the stark and stiff ones of the dead), ἐνὶ γναμπτοῖσι μέλεσσι Il.11.669, 24.359, Od.11.394, etc. 3 metaph., pliable, οὔτε νόημα γναμπτὸν ἐνὶ στήθεσσι (of Achilles), Il.24.41.
Greek (Liddell-Scott)
γναμπτός: -ή, -όν, κεκαμμένος, καμπύλος, ἰχθυάασκον γναμπτοῖς ἀγκίστροισιν Ὀδ. Δ. 369· μετὰ γναμπτῆσι γένυσσιν Ἰλ. Λ. 416· πόρπας τε γναμπτὰς θ’ ἕλικας Σ. 401· ὄνυχες γν. Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 203· γν. δρόμοι, ἐπὶ τοῦ διαύλου, Πίνδ. 1. 1. 82. 2) εὔκαμπτος, ζωηρός, ἐπὶ τῶν μελῶν τῶν ζώντων κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὰ ἄκαμπτα καὶ ἀκίνητα τῶν νεκρῶν πτωμάτων, ἐνὶ γναμπτοῖσι μέλεσσι Ἰλ. Λ. 669., Ω. 359, Ὀδ. Λ. 393, κτλ. 3) μεταφ., εὔκαμπτος, δυνάμενος νὰ καμφθῇ οὔτε νόημα γναμπτὸς ἐνὶ στήθεσσι (ἐπὶ τοῦ Ἀχιλλέως) Ἰλ. Ω. 41.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
1 courbé, recourbé;
2 souple, flexible;
3 fig. qui se laisse fléchir.
Étymologie: γνάμπτω.
English (Autenrieth)
(γνάμπτω): bent, bending; of the limbs of living beings, supple, Od. 13.398; met., νόημα, ‘placable,’ Il. 24.41.
English (Slater)
γναμπτός
1 bent, curved ἐν γναμπτοῖς δρόμοις (I. 1.57) ]γναμπτ[ (Pae. 10.7)
Spanish (DGE)
-ή, -όν
• Alolema(s): γναπτ- Hsch.
1 curvado ἄγκιστρα Od.4.369, γένυες Il.11.416, ἕλικες Il.18.401, h.Ven.163, ὄνυχες Hes.Op.204.
2 que describe una curva δρόμος del díaulo, Pi.I.1.57.
3 flexible de los miembros de un hombre vivo op. la rigidez de un cadáver ἐνὶ γναμπτοῖσι μέλεσσιν Il.11.669, Od.11.394
•fig. flexible οὔτε νόημα γναμπτὸν ἐνὶ στήθεσσι ni (tiene) un corazón flexible en el pecho de Aquiles Il.24.41.