ἐκκυλίνδω: Difference between revisions

From LSJ

Θηρῶν ἁπάντων ἀγριωτέρα γυνή → Inter feras fera nulla ferior muliere → Als alle wilden Tiere wilder ist die Frau

Menander, Monostichoi, 248
(SL_1)
(big3_13)
Line 21: Line 21:
{{Slater
{{Slater
|sltr=[[ἐκκυλίνδω]] <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[overthrow]] [[ὅστις]] δὴ [[τρόπος]] ἐξεκύλισέ νιν (Bekker: [[ἐξεκυλίσθη]] Apollonii codd.: -ισσε Boeckh) fr. 7.
|sltr=[[ἐκκυλίνδω]] <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[overthrow]] [[ὅστις]] δὴ [[τρόπος]] ἐξεκύλισέ νιν (Bekker: [[ἐξεκυλίσθη]] Apollonii codd.: -ισσε Boeckh) fr. 7.
}}
{{DGE
|dgtxt=(ἐκκῠλίνδω) <b class="num">I</b> intr., en v. med.-pas.<br /><b class="num">1</b> c. suj. de pers. [[caer]], [[salir rodando]] ἐκ δίφροιο <i>Il</i>.6.42, 23.394, ὕπτιος μέσης ἀπήνης ... ἐκκυλίνδεται sale rodando de espaldas del centro del carro</i> S.<i>OT</i> 812, ὄνῳ ἐποχούμενος ἐξεκυλίσθη <i>AP</i> 11.399 (Apollinar.), τὸν δὲ Γάλβαν ... ἐκκυλισθέντα ... ἔτυπον Plu.<i>Galb</i>.27<br /><b class="num">•</b>c. suj. del vehículo [[volcar]] ἐκκυλισθέντος τοῦ τροχοῦ Pherecyd.37a.<br /><b class="num">2</b> ref. a trampas [[escabullirse]], [[zafarse]] ὅτῳ τρόπῳ τῆσδ' ἐκκυλισθήσῃ τέχνης de qué modo te zafarás de este artificio</i> A.<i>Pr</i>.87, ἐὰν δ' ἐκκυλισθῇ ἐκ τῶν δικτύων de una liebre, X.<i>Cyn</i>.8.8.<br /><b class="num">3</b> fig. [[rodar]], [[llegar rodando]] τι ἀνθρώπων γένος ... μήτ' εἰς κακίαν ἐσχάτην ... ἐκκεκυλισμένον una clase de hombres que tampoco ha rodado hasta la extrema maldad</i> Max.Tyr.24.3, de una noticia εἰς ἀγορὰν τοῦ διηγήματος ἐκκυλισθέντος Plu.2.507d.<br /><b class="num">II</b> tr., en v. act. [[hacer caer rodando]], [[echar a rodar]] c. compl. de pers. o cosa ὅστις δὴ τρόπος ἐξεκύλισέ νιν sea cual fuere el giro que le hizo caer rodando</i> Pi.<i>Fr</i>.7, ᾤ' ἐκκυλίνδων Ar.<i>Pax</i> 134, σε καταιγίδες ἐξεκύλισαν <i>AP</i> 7.501 (Pers.), ἁλὸς δέ σε ... ὕδωρ ἐς χθόνα ... ἐξεκύλισε <i>AP</i> 7.582 (Iul.Aegypt.), σιδηρείη μ' ἐξεκύλισεν ὕνις de un cadáver desenterrado <i>AP</i> 7.176 (Antiphil.), cf. 9.131, ἐγκέφαλον ... ἐξεκύλισε λίθῳ hizo saltar los sesos (a una liebre) de una pedrada</i>, <i>AP</i> 6.72 (Agath.), θηρὸς τὴν τόσσην ἐξεκύλισε βίην <i>AP</i> 9.543.
}}
}}

Revision as of 12:00, 21 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκκῠλίνδω Medium diacritics: ἐκκυλίνδω Low diacritics: εκκυλίνδω Capitals: ΕΚΚΥΛΙΝΔΩ
Transliteration A: ekkylíndō Transliteration B: ekkylindō Transliteration C: ekkylindo Beta Code: e)kkuli/ndw

English (LSJ)

   A roll out, ᾤ' ἐκκυλίνδων Ar.Pax134 : mostly in aor. I, σε καταιγίδες ἐξεκύλῑσαν.. γυμνὸν ἐπ' ἠϊόνι AP7.501 (Pers.), cf. 582 (Jul.); overthrow, πίτυν.. γαίης ἐξεκύλισε ib.9.131 ; ἐξεκύλισε βίην ib. 543 (Phil.):—Pass., S.OT812: elsewh.aor.1, ἐκ δίφροιο.. ἐξεκυλίσθη he rolled headlong from the chariot, 11.6.42,23.394, cf. AP11.399 (Apollinar.); but ἐκκυλισθέντος τοῦ τροχοῦ Pherecyd.37(a) J.; plunge headlong, εἰς ἔρωτας love-intrigues, v.l. for ἐγκ-, X.Mem.1.2.22, cf. Opp.H.4.20; γένος εἰς κακίαν ἐσχώτην ἐκκεκυλισμένον Max.Tyr.30.3.    2 extricate, ὅστις δὴ τρόπος ἐξεκύλισέ νιν Pi.Fr.7, cf. AP7.176 (Antiphil.):—Pass., to be extricated from, ὅτῳ τρόπῳ τῆσδ' ἐκκυλισθήσει τύχης A.Pr.87; ἐκκυλισθῆναι ἐκ δικτύων X.Cyn.8.8, cf. Plu.Galb. 27.    3 Pass., to be published abroad, εἰς ἀγοράν Id.2.507e.

German (Pape)

[Seite 765] = ἐκκυλίω; ἀπήνης ἐκκυλίνδεται Soph. O. R. 812; Ar. Pax 134.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκκῠλίνδω: (ἴδε κυλίνδω) κυλίω πρὸς τὰ ἔξω, ᾠὰ ἐκκυλίνδων Ἀριστοφ. Εἰρ. 134· ἀλλὰ τὸ πλεῖστον κατ’ ἀόρ. α΄ ἐπὶ ἀνέμων, ἐξεκύλισάν σε... γυμνὸν ἐπ’ ἠϊόνι Ἀνθ. Π. 7. 501, πρβλ. 582: - κατακρημνίζω, πίτυν... γαίης ἐξεκύλισε Ἀνθ. Π. 9. 131· ἐξεκύλισε βίην αὐτόθι 543: - Παθ., μόνον κατ’ ἀόρ. α΄, ἐκ δίφροιο... ἐξεκυλίσθη, ἐκυλίσθη κατακέφαλα ἐκ τοῦ ἅρματος, Ἰλ. Ζ. 42, Ψ. 394, πρβλ. Σοφ. Ο. Τ. 812, Ἀνθ. Π. 7. 399. 2) ἐξάγω τινὰ ἔκ τινος περιπλοκῆς, ὅστις δὴ τρόπος ἐξεκύλισέ νιν Πινδ. Ἀποσπ. 2· πρβλ. Ἀνθ. Π. 7. 176: - Παθ., ἐξέρχομαι περιπλοκῆς, ὅτῳ τρόπῳ τῆσδ’ ἐκκυλισθήσει τύχης Αἰσχύλ. Πρ. 87· ἐκκυλισθῆναι ἐκ δικτύων Ξεν. Κυν. 8. 8, πρβλ. Πλουτ. Γάλβ. 27· εἰς ἔρωτας, κυλίομαι «μὲ τὰ μοῦτρα» εἰς ἐρωτικὰς περιπλοκάς, Ξεν. Ἀπομν. 1. 2, 22, πρβλ. Ὀππ. Ἁλ. 4. 20, Πλούτ. 2. 507Ε.

French (Bailly abrégé)

seul. prés;
c.
ἐκκυλίω.
Étymologie: ἐκ, κυλίνδω.

English (Slater)

ἐκκυλίνδω
   1 overthrow ὅστις δὴ τρόπος ἐξεκύλισέ νιν (Bekker: ἐξεκυλίσθη Apollonii codd.: -ισσε Boeckh) fr. 7.

Spanish (DGE)

(ἐκκῠλίνδω) I intr., en v. med.-pas.
1 c. suj. de pers. caer, salir rodando ἐκ δίφροιο Il.6.42, 23.394, ὕπτιος μέσης ἀπήνης ... ἐκκυλίνδεται sale rodando de espaldas del centro del carro S.OT 812, ὄνῳ ἐποχούμενος ἐξεκυλίσθη AP 11.399 (Apollinar.), τὸν δὲ Γάλβαν ... ἐκκυλισθέντα ... ἔτυπον Plu.Galb.27
c. suj. del vehículo volcar ἐκκυλισθέντος τοῦ τροχοῦ Pherecyd.37a.
2 ref. a trampas escabullirse, zafarse ὅτῳ τρόπῳ τῆσδ' ἐκκυλισθήσῃ τέχνης de qué modo te zafarás de este artificio A.Pr.87, ἐὰν δ' ἐκκυλισθῇ ἐκ τῶν δικτύων de una liebre, X.Cyn.8.8.
3 fig. rodar, llegar rodando τι ἀνθρώπων γένος ... μήτ' εἰς κακίαν ἐσχάτην ... ἐκκεκυλισμένον una clase de hombres que tampoco ha rodado hasta la extrema maldad Max.Tyr.24.3, de una noticia εἰς ἀγορὰν τοῦ διηγήματος ἐκκυλισθέντος Plu.2.507d.
II tr., en v. act. hacer caer rodando, echar a rodar c. compl. de pers. o cosa ὅστις δὴ τρόπος ἐξεκύλισέ νιν sea cual fuere el giro que le hizo caer rodando Pi.Fr.7, ᾤ' ἐκκυλίνδων Ar.Pax 134, σε καταιγίδες ἐξεκύλισαν AP 7.501 (Pers.), ἁλὸς δέ σε ... ὕδωρ ἐς χθόνα ... ἐξεκύλισε AP 7.582 (Iul.Aegypt.), σιδηρείη μ' ἐξεκύλισεν ὕνις de un cadáver desenterrado AP 7.176 (Antiphil.), cf. 9.131, ἐγκέφαλον ... ἐξεκύλισε λίθῳ hizo saltar los sesos (a una liebre) de una pedrada, AP 6.72 (Agath.), θηρὸς τὴν τόσσην ἐξεκύλισε βίην AP 9.543.