ἑξέτης: Difference between revisions

From LSJ

Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz

Menander, Monostichoi, 123
(SL_1)
(12)
Line 21: Line 21:
{{Slater
{{Slater
|sltr=[[ἑξέτης]] <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[six]] [[year]] [[old]] σώματα δὲ παρὰ Κρονίδαν Κένταυρον ἀσθμαίνοντα κόμιζεν, [[ἑξέτης]] τὸ πρῶτον, ὅλον δ' ἔπειτ ἂν χρόνον (sc. [[Ἀχιλλεύς]]) (N. 3.49)
|sltr=[[ἑξέτης]] <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[six]] [[year]] [[old]] σώματα δὲ παρὰ Κρονίδαν Κένταυρον ἀσθμαίνοντα κόμιζεν, [[ἑξέτης]] τὸ πρῶτον, ὅλον δ' ἔπειτ ἂν χρόνον (sc. [[Ἀχιλλεύς]]) (N. 3.49)
}}
{{grml
|mltxt=ἐξέτης, -ες (θηλ. ἐξέτις) (Α)<br /><b>1.</b> [[εξαετής]]<br /><b>2.</b> αυτός που διαρκεί έξι [[χρόνια]] («ἀντὶ δὲ τεσσάρων μηνῶν ἑξέτη τὴν ἀρχὴν ἐποιήσατο», Λυσ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἕξ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>ετης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[έτος]])].
}}
}}

Revision as of 07:10, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἑξέτης Medium diacritics: ἑξέτης Low diacritics: εξέτης Capitals: ΕΞΕΤΗΣ
Transliteration A: hexétēs Transliteration B: hexetēs Transliteration C: eksetis Beta Code: e(ce/ths

English (LSJ)

ες,

   A six years old, ἵππον . . ἑξέτε' ἀδμήτην Il.23.266, cf. 655, Pi.N.3.49, Ar.Nu.862:—fem. ἑξέτις, μετὰ τὸν ἑξέτη καὶ τὴν ἑξέτιν Pl. Lg.794c.    II lasting six years, ἀρχή Lys.30.2.

German (Pape)

[Seite 879] ες, sechsjährig; ἵππον ἑξέτεα Il. 23, 266, wo Spitzner über den Accent zu vergleichen; Pind. N. 3, 47; ἑξέτει σοι Ar. Nubb. 852; μετὰ τὸν ἑξέτη καὶ τὴν ἑξέτιν Plat. Legg. VII, 794 c; aber ibd. 793 e schreibt Bekker ἑξετεῖ. – Auch ἑξέτης, ου, ὁ?

Greek (Liddell-Scott)

ἑξέτης: -ες, ἓξ ἐτῶν ἡλικίαν ἔχων, ἵππον..., ἑξέτε᾿ ἀδμήτην Ἰλ. Ψ. 266, πρβλ. 655, Πίνδ. Ν. 3. 85, Ἀριστοφ. Νεφ. 862· ‒ ὡσαύτως θηλ. ἑξέτις, ιδος μετὰ τὸν ἑξέτη καὶ τὴν ἑξέτιν Πλάτ. Νόμοι 794C. ΙΙ. διαρκῶν ἓξ ἔτη, ἀρχὴ Λυσ. 183. 15.

French (Bailly abrégé)

ης, ες :
1 âgé de six ans;
2 qui dure six ans.
Étymologie: ἕξ, ἔτος.

English (Slater)

ἑξέτης
   1 six year old σώματα δὲ παρὰ Κρονίδαν Κένταυρον ἀσθμαίνοντα κόμιζεν, ἑξέτης τὸ πρῶτον, ὅλον δ' ἔπειτ ἂν χρόνον (sc. Ἀχιλλεύς) (N. 3.49)

Greek Monolingual

ἐξέτης, -ες (θηλ. ἐξέτις) (Α)
1. εξαετής
2. αυτός που διαρκεί έξι χρόνια («ἀντὶ δὲ τεσσάρων μηνῶν ἑξέτη τὴν ἀρχὴν ἐποιήσατο», Λυσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἕξ + -ετης (< έτος)].