ἐπιτέρπομαι: Difference between revisions
ἧς ἂν ἐπ' ἐλάχιστον ἀρετῆς πέρι ἢ ψόγου ἐν τοῖς ἄρσεσι κλέος ᾖ → of whom there is least talk either for praise or blame, of whom there is least notoriety among the men either for praise or blame
(SL_1) |
(14) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{Slater | {{Slater | ||
|sltr=<b>ἐπῐτέρπομαι</b> <br /> <b>1</b> [[delight]] in c. dat. σε, Ὀλυμπιόνικε, Ποσειδανίοισιν ἵπποις ἐπιτερπόμενον (O. 5.22) | |sltr=<b>ἐπῐτέρπομαι</b> <br /> <b>1</b> [[delight]] in c. dat. σε, Ὀλυμπιόνικε, Ποσειδανίοισιν ἵπποις ἐπιτερπόμενον (O. 5.22) | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=(AM [[ἐπιτέρπομαι]]) [[τέρπομαι]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>φρ.</b> «[[ἐπιτέρπομαι]] εἴς τι» — [[χαίρω]], ευχαριστιέμαι για [[κάτι]]<br /><b>αρχ.</b><br />ευχαριστιέμαι, [[δοκιμάζω]] [[ευχαρίστηση]], [[χαίρομαι]] («[[ἄλλος]] ἄλλοισιν [[ἀνήρ]] ἐπιτέρπεται ἔργοις», <b>Ομ. Οδ.</b>). | |||
}} | }} |
Revision as of 07:12, 29 September 2017
English (LSJ)
Ep. Verb (also in later Prose, Agath.3.21),
A rejoice or delight in, ἄλλος ἄλλοισιν ἀνὴρ ἐπιτέρπεται ἔργοις Od.14.228, cf. Hes.Th.158 ; ἵπποις Pi.O.5.22 ; ἀγαθοῖς Thgn.1218 ; ἐπιτέρπεσθαι θυμόν h.Ap.204 ; Δήλῳ ἐ. ἦτορ ib. 146 : c. inf., AP9.766 (Agath.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιτέρπομαι: Παθ., Ἐπικ. ῥῆμα, τέρπομαι ἐπί τινι, ἄλλοισιν ἀνὴρ ἐπιτέρπεται ἔργοις Ὀδ. Ξ. 228, πρβλ. Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἀπόλλ. 166, Ἡσ. Θεογ. 158, Πινδ. Ο. 5. 51, Θέογν. 1218· ἐπιτέρπεσθαι θυμὸν Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἀπόλλ. 204· Δήλῳ ἐπ. ἦτορ αὐτόθι 146· μετ’ ἀπαρ., Ἀνθ. Π. 9. 766.
English (Autenrieth)
take pleasure in, Od. 14.228†.
English (Slater)
ἐπῐτέρπομαι
1 delight in c. dat. σε, Ὀλυμπιόνικε, Ποσειδανίοισιν ἵπποις ἐπιτερπόμενον (O. 5.22)
Greek Monolingual
(AM ἐπιτέρπομαι) τέρπομαι
μσν.
φρ. «ἐπιτέρπομαι εἴς τι» — χαίρω, ευχαριστιέμαι για κάτι
αρχ.
ευχαριστιέμαι, δοκιμάζω ευχαρίστηση, χαίρομαι («ἄλλος ἄλλοισιν ἀνήρ ἐπιτέρπεται ἔργοις», Ομ. Οδ.).