εὐδοξία: Difference between revisions

From LSJ

Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art

Menander, Monostichoi, 336
(SL_1)
(15)
Line 18: Line 18:
{{Slater
{{Slater
|sltr=[[εὐδοξία]] <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[glory]] σὺν εὐδοξίᾳ μετανίσεαι (P. 5.8) συγγενεῖ δέ [[τις]] εὐδοξίᾳ [[μέγα]] βρίθει (N. 3.40) εὐδοξίας δ' [[ἐπίχειρα]] δε[ (Pae. 14.31)
|sltr=[[εὐδοξία]] <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[glory]] σὺν εὐδοξίᾳ μετανίσεαι (P. 5.8) συγγενεῖ δέ [[τις]] εὐδοξίᾳ [[μέγα]] βρίθει (N. 3.40) εὐδοξίας δ' [[ἐπίχειρα]] δε[ (Pae. 14.31)
}}
{{grml
|mltxt=η (Α [[εὐδοξία]]) [[εύδοξος]]<br /><b>1.</b> καλή [[φήμη]], [[δόξα]], [[υπόληψη]] («τῆς εὐδοξίας λαχοῡσα», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> [[αρετή]], [[υπεροχή]] («τὰς εὐδοξίας τὰς τῆς πατρίδος θεραπεύειν», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>3.</b> [[επιδοκιμασία]], [[αποδοχή]]<br /><b>4.</b> ορθή [[γνώμη]], [[κρίση]].
}}
}}

Revision as of 07:14, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐδοξία Medium diacritics: εὐδοξία Low diacritics: ευδοξία Capitals: ΕΥΔΟΞΙΑ
Transliteration A: eudoxía Transliteration B: eudoxia Transliteration C: evdoksia Beta Code: eu)doci/a

English (LSJ)

ἡ,

   A good repute, honour, Simon.4.6, Pi.P.5.8, E.Tr.643, Isoc.11.29, etc., cf. Arist.Rh.1361a25; virtue, excellence, Pi.N.3.40: in pl., D. 18.322.    2 approval, μετ' εὐδοξίας πλήθους ἀριστοκρατία Pl.Mx. 238d.    II good judgement, opp. ἐπιστήμη, Id.Men.99b.

Greek (Liddell-Scott)

εὐδοξία: ἡ, καλὴ φήμη, τιμή, δόξα, Σιμωνίδης 5, Πινδ. ΙΙ. 5. 9, καὶ συχν. παρ’ Ἀττ., πρβλ. Ἀριστ. Ρητ. 1. 5, 8· ἀρετή, τὸ ἔξοχον, Πινδ. Ν. 3. 70· ἐν τῷ πληθ., Δημ. 332. 6. 2) ἐπιδοκιμασία, τοῦ πλήθους Πλάτ. Μενέξ. 238D. ΙΙ. καλὴ κρίσις, ἀντίθετον τῷ ἐπιστήμη, ὁ αὐτ. ἐν Μένωνι 99Β.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 bonne réputation, célébrité, gloire;
2 bonne opinion, opinion favorable, confiance.
Étymologie: εὔδοξος.

English (Slater)

εὐδοξία
   1 glory σὺν εὐδοξίᾳ μετανίσεαι (P. 5.8) συγγενεῖ δέ τις εὐδοξίᾳ μέγα βρίθει (N. 3.40) εὐδοξίας δ' ἐπίχειρα δε[ (Pae. 14.31)

Greek Monolingual

η (Α εὐδοξία) εύδοξος
1. καλή φήμη, δόξα, υπόληψη («τῆς εὐδοξίας λαχοῡσα», Ευρ.)
2. αρετή, υπεροχή («τὰς εὐδοξίας τὰς τῆς πατρίδος θεραπεύειν», Δημοσθ.)
3. επιδοκιμασία, αποδοχή
4. ορθή γνώμη, κρίση.