ὅθι: Difference between revisions

From LSJ

ὕδωρ δι' ἀκριβείας ἐστί τινι → water is scarce for someone

Source
(SL_2)
(5)
Line 24: Line 24:
{{Slater
{{Slater
|sltr=[[ὅθι]] <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[where]] [[ὅθι]] παῖδες Ἀθαναίων ἐβάλοντο φαεννὰν κρηπῖδ' ἐλευθερίας sc. at the [[battle]] of Artemision fr. 77. 1. Μένδητα [[ὅθι]] τράγοι γυναιξὶ μίσγονται fr. 201. 3.
|sltr=[[ὅθι]] <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[where]] [[ὅθι]] παῖδες Ἀθαναίων ἐβάλοντο φαεννὰν κρηπῖδ' ἐλευθερίας sc. at the [[battle]] of Artemision fr. 77. 1. Μένδητα [[ὅθι]] τράγοι γυναιξὶ μίσγονται fr. 201. 3.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὅθῐ:''' αναφορ. επίρρ., αντιστοιχεί στο δεικτ. [[τόθι]]και το ερωτημ. [[πόθι]], ποιητ. αντί <i>οὗ</i>, Λατ. [[ubi]], όπου, σε Όμηρ., Τραγ.
}}
}}

Revision as of 19:20, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὅθῐ Medium diacritics: ὅθι Low diacritics: όθι Capitals: ΟΘΙ
Transliteration A: hóthi Transliteration B: hothi Transliteration C: othi Beta Code: o(/qi

English (LSJ)

relat. Adv., poet. for οὗ,

   A where, Il.2.722, Od.14.73, 397, al. ; also ὅ. περ Il.2.861, al., Pi.Fr.77: used by Trag. only in lyr., exc. S. El.709 : rare in Prose, Pl.Thg.125a; ὅ. περ Id.Phd.108b ; found in Arc. Prose, IG5(2).16.12(Tegea, iii B. C.). [In Hom.ι is freq. elided ; and so S.l.c. (s.v.l.).]

German (Pape)

[Seite 296] = οὗ, correl. zu πόθι, wo, woselbst, als relat.; ὅθι μιν λίπον υἷες Ἀχαιῶν, Il. 2, 722, öfter; auch ὅθι περ, wo ja, 2, 861; bei den Tragg. nur in lyr. Stellen, Soph. O. C. 1048 Eur. I. A. 547 u. öfter; selten in Prosa, ὅθι περ Plat. Phaed. 188 b. [Bei Hom. das ι oft elidirt, lang Theocr. 25, 211.]

Greek (Liddell-Scott)

ὅθῐ: ἀναφορ. Ἐπίρρ. ἀνταποκρινόμενον πρὸς τὸ δεικτικὸν τόθι καὶ τὸ ἐρωτημ. πόθι· (ἴδε τόθι). Ποιητ. ἀντὶ οὗ, Λατιν. ubi, ὅπου, συχνὸν παρ’ Ὁμ., Ἰλ. Β. 722, Ὀδ. Ξ. 73, 397, κτλ.· ὡσαύτως, ὅθι περ Ἰλ. Β. 861, κτλ.· οὕτω, Πινδ. Ἀποσπ. 196· ἀλλ’ ἐν χρήσει παρὰ Τραγ. Μόνον ἐν λυρικοῖς χωρίοις, πλὴν ἐν Σοφ. Ἠλ. 709· σπάνιον παρὰ πεζογράφοις, ὡς, ὅθι περ Πλάτ. Φαίδων 108Β. [Παρ’ Ὁμ. τὸ ι συχνάκις ἐκθλίβεται· καὶ οὕτω Σοφ. Ἠλ. 709· ὅθῑ, Θεόκρ. 25. 211].

French (Bailly abrégé)

adv.
où, là où ; avec un gén. : ὅθι αὐλῆς OD dans l’endroit de la cour où ; ὅθι περ, là même où.
Étymologie: ὅς, -θι.

English (Autenrieth)

(ὅς): where, there where; ὅθι περ, ‘even where, ’ Od. 14.532.

English (Slater)

ὅθι
   1 where ὅθι παῖδες Ἀθαναίων ἐβάλοντο φαεννὰν κρηπῖδ' ἐλευθερίας sc. at the battle of Artemision fr. 77. 1. Μένδητα ὅθι τράγοι γυναιξὶ μίσγονται fr. 201. 3.

Greek Monotonic

ὅθῐ: αναφορ. επίρρ., αντιστοιχεί στο δεικτ. τόθικαι το ερωτημ. πόθι, ποιητ. αντί οὗ, Λατ. ubi, όπου, σε Όμηρ., Τραγ.