ὀρθόπολις: Difference between revisions
From LSJ
ὥσπερ ἀνέµου 'ξαίφνης ἀσελγοῦς γενοµένου → just as when a wind suddenly turns foul, just as when a wind suddenly turns nasty
(SL_2) |
(29) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{Slater | {{Slater | ||
|sltr=[[ὀρθόπολις]] m. adj., <br /> <b>1</b> [[who]] makes the [[city]] [[secure]] (cf. Williger, Sprachl. Unters., 11̆{3}) Θήρωνα εὐωνύμων πατέρων [[ἄωτον]] ὀρθόπολιν (O. 2.7) | |sltr=[[ὀρθόπολις]] m. adj., <br /> <b>1</b> [[who]] makes the [[city]] [[secure]] (cf. Williger, Sprachl. Unters., 11̆{3}) Θήρωνα εὐωνύμων πατέρων [[ἄωτον]] ὀρθόπολιν (O. 2.7) | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ὀρθόπολις]], ὁ, ἡ (Α)<br />αυτός που ανορθώνει και διασώζει τις πόλεις με τη [[δικαιοσύνη]] του, αυτός που διοικεί [[ορθά]] και δίκαια την [[πόλη]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:10, 29 September 2017
English (LSJ)
εως, ὁ, ἡ,
A upholding the city, Pi.O.2.7, BCH23.302 (Termessus).
German (Pape)
[Seite 375] Städte aufrecht erhaltend, lenkend, Pind. Ol. 2, 8.
Greek (Liddell-Scott)
ὀρθόπολις: -εως, ὁ, ἡ, ὁ τῇ ἑαυτοῦ δικαιοσύνῃ ὀρθῶν καὶ σῴζων τὰς πόλεις, Πινδ. Ο. 2. 14, πρβλ. ἐρυσίπολις, σῳζόπολις.
French (Bailly abrégé)
εως (ὁ, ἡ)
qui dirige sagement la Cité.
Étymologie: ὀρθός, πόλις.
English (Slater)
ὀρθόπολις m. adj.,
1 who makes the city secure (cf. Williger, Sprachl. Unters., 11̆{3}) Θήρωνα εὐωνύμων πατέρων ἄωτον ὀρθόπολιν (O. 2.7)
Greek Monolingual
ὀρθόπολις, ὁ, ἡ (Α)
αυτός που ανορθώνει και διασώζει τις πόλεις με τη δικαιοσύνη του, αυτός που διοικεί ορθά και δίκαια την πόλη.