μετάλλατος: Difference between revisions
From LSJ
Οὐκ ἔστιν αἰσχρὸν ἀγνοοῦντα μανθάνειν → Non est inhonestum ea, quae nescis, discere → nicht schändlich ist's, dass einer lernt, was er nicht weiß
(SL_2) |
(25) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{Slater | {{Slater | ||
|sltr=<b>μετάλλᾱτος</b> (immo μεταλλατός.) <br /> <b>1</b> to be investigated [[further]] “μεμάντευμαι δ' ἐπὶ Κασταλίᾳ, εἰ μετάλλατόν τι” (P. 4.164) | |sltr=<b>μετάλλᾱτος</b> (immo μεταλλατός.) <br /> <b>1</b> to be investigated [[further]] “μεμάντευμαι δ' ἐπὶ Κασταλίᾳ, εἰ μετάλλατόν τι” (P. 4.164) | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[μετάλλατος]], -ον (Α) [[μεταλλώ]]<br />(δωρ. τ. [[αντί]] μετάλλητος)<br />αυτός που μπορεί να ερευνηθεί, να εξεταστεί («μεμάντευμαι δ' ἐπὶ Κασταλίᾳ εἰ μετάλλατόν τι», <b>Πίνδ.</b>). | |||
}} | }} |
Revision as of 07:38, 29 September 2017
English (LSJ)
Dor. for Μετάλλητος,
A to be searched out, Pi.P.4.164.
Greek (Liddell-Scott)
μετάλλᾱτος: Δωρ. ἀντὶ μετάλλητος, μεμάντευμαι δ’ ἐπὶ Κασταλίᾳ, εἰ μετάλλατόν τι, «εἰ ἐρευνητέον τι τούτων καὶ φροντιστέον ὧν ὁ ὄνειρος καθ’ ὕπνους ὑπέθετο, τουτέστιν εἰ πρακτέον» (Σχόλ.), Πινδ. Π. 4. 291.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
dont on doit se préoccuper.
Étymologie: μεταλλάω.
English (Slater)
μετάλλᾱτος (immo μεταλλατός.)
1 to be investigated further “μεμάντευμαι δ' ἐπὶ Κασταλίᾳ, εἰ μετάλλατόν τι” (P. 4.164)
Greek Monolingual
μετάλλατος, -ον (Α) μεταλλώ
(δωρ. τ. αντί μετάλλητος)
αυτός που μπορεί να ερευνηθεί, να εξεταστεί («μεμάντευμαι δ' ἐπὶ Κασταλίᾳ εἰ μετάλλατόν τι», Πίνδ.).