κιθαρίζω: Difference between revisions
πέτρην κοιλαίνει ρανὶς ὕδατος ἐνδελεχείῃ → constant dropping wears away a stone, constant dripping will wear away the hardest stone, little strokes fell big oaks, constant dripping wears the stone, constant dropping wears the stone, constant dripping will wear away a stone
(SL_2) |
(strοng) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{Slater | {{Slater | ||
|sltr=<b>κῐθᾰρίζω</b> <br /> <b>1</b> [[play]] on the [[lyre]] ποικίλον κιθαρίζων, [[θαμά]] κε [[τῷδε]] [[μέλει]] κλιθείς, ὕμνον κελάδησε καλλίνικον (N. 4.14) | |sltr=<b>κῐθᾰρίζω</b> <br /> <b>1</b> [[play]] on the [[lyre]] ποικίλον κιθαρίζων, [[θαμά]] κε [[τῷδε]] [[μέλει]] κλιθείς, ὕμνον κελάδησε καλλίνικον (N. 4.14) | ||
}} | |||
{{StrongGR | |||
|strgr=from [[κιθάρα]]; to [[play]] on a [[lyre]]: [[harp]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 17:52, 25 August 2017
English (LSJ)
Att. fut. -ιῶ Antiph. 141: (κίθαρις):—
A play the cithara, φόρμιγγι . . ἱμερόεν κιθάριζε Il.18.570, Hes.Sc.202; λύρῃ δ' ἐρατὸν κιθαρίζων h.Merc.423; ἕρπει ἄντα τῶ σιδάρω τὸ καλῶς κιθαρίσδεν Alcm.35, cf. X.Smp.3.1, Oec.2.13; ᾄδειν καὶ κ. Phld.Mus.7 K.; κιθαρίζειν οὐκ ἐπίσταμαι I am not a 'high-brow', Ar.V.989, cf. 959; ἀρχαῖον εἶν' ἔφασκε τὸ κ. Id.Nu.1357: prov., ὄνος κιθαρίζειν πειρώμενος, like ὄνος πρὸς λύραν (v. λύρα), Luc.Pseudol.7; τὸ κιθαριζόμενον music composed for the cithara, Plu.2.1144d.
German (Pape)
[Seite 1437] die Cither u. übh. ein Saiteninstrument spielen; φόρμιγγι λιγείῃ ἱμερόεν κιθάριζε Il. 18, 569, wie Hes. Sc. 201; λύρῃ H. h. Merc. 423, wie Xen. Conv. 3, 1; ποικίλον Pind. N. 4, 14; Plat. Prot. 326 a u. öfter; πρὸς τὴν ᾠδήν Alc. I, 129 c, wie Sp.; τί σοι Ἀπόλλων κεκιθάρικε Soph. fr. 18, vorgesungen u. geweissagt; – κιθαρίζομαι, sich auf der Cither vorspielen lassen, τὸ κιθαριζόμενον, das auf der Cither gespielte Stück, Plut. mus. 36. – Sprichwörtlich ὄνος κιθαρίζειν πειρώμενος Luc. Pseudol. 7.
Greek (Liddell-Scott)
κῐθᾰρίζω: μέλλ. -ίσω, (κίθαρις) παίζω τὴν κιθάραν ἢ ἐν γένει μουσικὸν ὄργανον, φόρμιγγι... ἱμερόεν κιθάριζε Ἰλ. Σ. 570, Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 202· οὕτω, λύρῃ δ’ ἐρατὸν κιθαρίζων Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἕρμ. 423, πρβλ. Ξεν. Συμπ. 3, 1, Οἰκ. 2, 13· ὥστε ἀδύνατον νὰ ὑπῆρχε μεγάλη διαφορὰ μεταξὺ κιθάρας, λύρας καὶ φόρμιγγος (ἰδὲ ἐν λέξ.)· κιθαρίζειν οὐκ ἐπίσταται, ἐπὶ ἀπαιδεύτου ἀνθρώπου (ὡς λέγει ὁ Κικέρων, Themistocles, cum lyram recusasset, habitus est indoctior), Ἀριστοφ. Σφ. 959, πρβλ. 989· ἀλλὰ τὸ τοιοῦτο τεκμήριον παιδείας κατὰ μικρὸν ἀπέβαλε τὴν σημασίαν του, ὁ αὐτ. ἐν Νεφ. 1357· παροιμ., ὄνος κιθαρίζειν πειρώμενος, ὡς τὸ ὄνος πρὸς λύραν (ἰδὲ ἐν λέξ. λύρα), Λουκ. Ψευδολ. 7. ― Παθ., ἐπὶ μουσικῆς ἢ μελῳδίας, παίζομαι εἰς τὴν κιθάραν, Πλούτ. 2. 1144D.
French (Bailly abrégé)
1 jouer de la cithare, du luth ; Pass. τὸ κιθαριζόμενον PLUT ce qu’on joue sur la cithare;
2 p. ext. jouer d’un instrument à cordes en gén.
Étymologie: κιθάρα.
English (Autenrieth)
play on the cithara, play; φόρμιγγι, Il. 18.570†. (See cut, representing a Greek woman.)
English (Slater)
κῐθᾰρίζω
1 play on the lyre ποικίλον κιθαρίζων, θαμά κε τῷδε μέλει κλιθείς, ὕμνον κελάδησε καλλίνικον (N. 4.14)