ἀκρωνία: Difference between revisions
γενέται καὶ πατρὶς ἔχουσιν ὀστέα → my parents and my fatherland have my bones
(big3_2) |
(2) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ας, ἡ<br /><b class="num">1</b> [[mutilación]] A.<i>Eu</i>.188, Hdn. en Sch.A.<i>Eu</i>.188b.<br /><b class="num">2</b> [[acumulación]] (por lectura ἀ. κακοῦ en A.<i>Eu</i>.188), Hdn.Gr.1.294, Sch.A.<i>Eu</i>.188d, <i>AB</i> 372. | |dgtxt=-ας, ἡ<br /><b class="num">1</b> [[mutilación]] A.<i>Eu</i>.188, Hdn. en Sch.A.<i>Eu</i>.188b.<br /><b class="num">2</b> [[acumulación]] (por lectura ἀ. κακοῦ en A.<i>Eu</i>.188), Hdn.Gr.1.294, Sch.A.<i>Eu</i>.188d, <i>AB</i> 372. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἀκρωνία]], η (Α)<br />[[ἄκρων]]<br />πιθ. ο [[ακρωτηριασμός]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:49, 29 September 2017
English (LSJ)
ἡ, prob.
A = ἀκρωτηριασμός, A.Eu.188; but expl. as ἄθροισμα by Hdn.Gr.1.294 ap.Sch. (reading κακῶν ἀ.), cf. AB372.
German (Pape)
[Seite 85] ἡ, Verstümmelung der äußersten Glieder, bei Aesch. Eum. 179 in einer sehr dunklen Stelle; der Schol. erklärt ἐκτομὴ μορίων, aber VLL. ἄθροισμα. παράστασις, πλῆθος.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκρωνία: ἡ, ἐν Αἰσχύλ. Εὐμ. 118 ἐκλαμβάνεται ὑπὸ Ἑρρ. Στεφ. ὡς ἀκρωτηριασμός, ὅπερ ὁ Ἕρμαννος (Πονήμ. 6, 2, σ. 41) ἀποκαλεῖ ἀδύνατον. Ὁ Σχολ. ἑρμηνεύει κακοῦ ἀκρωνία διὰ τοῦ κακῶν ἄθροισις, τὸ ὕψιστον σημεῖον τῆς δυστυχίας, καὶ ἐν Α. Β. 372 ἡ λέξις ἑρμηνεύεται: ἀθροίσματα, ἀκρότης, ἀκμή: - ἀλλὰ τὸ χωρὶον πιθανῶς εἶναι ἐφθαρμένον· ἴδε ἐν λ. χλοῦνις.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
le supplice de l’amputation des extrémités.
Étymologie: ἄκρος.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
1 mutilación A.Eu.188, Hdn. en Sch.A.Eu.188b.
2 acumulación (por lectura ἀ. κακοῦ en A.Eu.188), Hdn.Gr.1.294, Sch.A.Eu.188d, AB 372.
Greek Monolingual
ἀκρωνία, η (Α)
ἄκρων
πιθ. ο ακρωτηριασμός.