ἁρματόκτυπος: Difference between revisions
From LSJ
ὥστε πλείους ἢ χιλίας ἱεροδούλους ἐκέκτητο ἑταίρας → it owned more than a thousand temple-slaves, courtesans
(big3_6) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=(ἁρμᾰτόκτυπος) -ον<br />[[procedente del estrépito de los carros]] ἔδεισα ... τὸν ἁρματόκτυπον ὄτοβον A.<i>Th</i>.204. | |dgtxt=(ἁρμᾰτόκτυπος) -ον<br />[[procedente del estrépito de los carros]] ἔδεισα ... τὸν ἁρματόκτυπον ὄτοβον A.<i>Th</i>.204. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἁρματόκτυπος]], -ον (Α)<br />ο [[χτύπος]] από το [[τρέξιμο]] των αρμάτων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[άρμα]], -<i>τος</i> <span style="color: red;">+</span> [[κτύπος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:58, 29 September 2017
English (LSJ)
ὄτοβος
A rattling din of chariots, A.Th.204(lyr.).
German (Pape)
[Seite 355] ὄτοβος, Wagengerassel, Aesch. Spt. 486.
Greek (Liddell-Scott)
ἁρματόκτῠπος: ἀρματόκτυπος ὄτοβος, ὁ συνεχὴς κρότος ἢ δοῦπος τῶν ἁρμάτων, Αἰσχύλ. Θήβ. 204.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui résonne du bruit des chars.
Étymologie: ἅρμα, κτυπέω.
Spanish (DGE)
(ἁρμᾰτόκτυπος) -ον
procedente del estrépito de los carros ἔδεισα ... τὸν ἁρματόκτυπον ὄτοβον A.Th.204.
Greek Monolingual
ἁρματόκτυπος, -ον (Α)
ο χτύπος από το τρέξιμο των αρμάτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άρμα, -τος + κτύπος.