διαστοιβάζω: Difference between revisions
From LSJ
(big3_11) |
(9) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=[[interponer]], [[intercalar]] διὰ τριήκοντα δόμων πλίνθου ταρσοὺς καλάμων Hdt.1.179. | |dgtxt=[[interponer]], [[intercalar]] διὰ τριήκοντα δόμων πλίνθου ταρσοὺς καλάμων Hdt.1.179. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[διαστοιβάζω]] (Α)<br />[[στοιβάζω]], [[γεμίζω]] το [[μεταξύ]] [[διάστημα]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:04, 29 September 2017
English (LSJ)
A stuff in between, Hdt.1.179.
German (Pape)
[Seite 604] dazwischen stopfen, τί τινος, Her. 1, 179.
Greek (Liddell-Scott)
διαστοιβάζω: μέλλ. -άσω, στοιβάζω, γεμίζω τὰ ἐν τῷ μεταξύ, Ἡρόδ. 1. 179.
French (Bailly abrégé)
insérer en guise de bourre.
Étymologie: διά, στοιβάζω.
Spanish (DGE)
interponer, intercalar διὰ τριήκοντα δόμων πλίνθου ταρσοὺς καλάμων Hdt.1.179.
Greek Monolingual
διαστοιβάζω (Α)
στοιβάζω, γεμίζω το μεταξύ διάστημα.