ἀτέλευτος: Difference between revisions

From LSJ

ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat

Source
(big3_7)
(6)
Line 21: Line 21:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ον [[interminable]] ὕπνος A.<i>A</i>.1451, cf. Ephr.Syr.3.313E.
|dgtxt=-ον [[interminable]] ὕπνος A.<i>A</i>.1451, cf. Ephr.Syr.3.313E.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἀτέλευτος]], -ον) [[τελευτή]]<br />αυτός που δεν έχει [[τέλος]], [[ατελεύτητος]], [[αιώνιος]] («[[ἀτέλευτος]] [[ὕπνος]]» — ο [[θάνατος]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν έχει τελειώσει, [[ημιτελής]]<br /><b>2.</b> [[άπειρος]], [[αμέτρητος]].
}}
}}

Revision as of 06:59, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀτέλευτος Medium diacritics: ἀτέλευτος Low diacritics: ατέλευτος Capitals: ΑΤΕΛΕΥΤΟΣ
Transliteration A: atéleutos Transliteration B: ateleutos Transliteration C: ateleftos Beta Code: a)te/leutos

English (LSJ)

ον,

   A endless, eternal, ὕπνος A.Ag.1451 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 384] (τελευτή), endlos, ewig, ὕπνος Aesch. Ag. 1426.

Greek (Liddell-Scott)

ἀτέλευτος: -ον, ἀτελεύτητος, αἰώνιος, τὸν ἀεὶ φέρουσ’ ἐν ἡμῖν Μοῖρ’ ἀτελεύτον ὕπνον Αἰσχύλ. Ἀγ. 1451.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
sans fin, éternel.
Étymologie: ἀ, τελευτή.

Spanish (DGE)

-ον interminable ὕπνος A.A.1451, cf. Ephr.Syr.3.313E.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἀτέλευτος, -ον) τελευτή
αυτός που δεν έχει τέλος, ατελεύτητος, αιώνιοςἀτέλευτος ὕπνος» — ο θάνατος)
νεοελλ.
1. αυτός που δεν έχει τελειώσει, ημιτελής
2. άπειρος, αμέτρητος.