ἀπελευθερικός: Difference between revisions

From LSJ

Ἕκτορ νῦν σὺ μὲν ὧδε θέεις ἀκίχητα διώκων → Hector, you run in pursuit of something unattainable | Hector, now art thou hasting thus vainly after what thou mayest not attain | Hector, now you are hasting thus vainly after what you may not attain

Source
(big3_5)
(5)
Line 21: Line 21:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ή, -όν<br /><b class="num">1</b> [[liberto]], [[ἄνθρωπος]] Plu.<i>Cic</i>.7, <i>Sull</i>.1, [[γυνή]] <i>PGnom</i>.28, 29 (II d.C.), γένος Str.8.6.23.<br /><b class="num">2</b> [[relativo a los libertos]] νόμοι D. en Poll.3.83, ἀπέλυσεν τῶν ἀ. δικαίων <i>SIG</i> 1211.3, cf. <i>SEG</i> 26.691.3 (Tesalia).
|dgtxt=-ή, -όν<br /><b class="num">1</b> [[liberto]], [[ἄνθρωπος]] Plu.<i>Cic</i>.7, <i>Sull</i>.1, [[γυνή]] <i>PGnom</i>.28, 29 (II d.C.), γένος Str.8.6.23.<br /><b class="num">2</b> [[relativo a los libertos]] νόμοι D. en Poll.3.83, ἀπέλυσεν τῶν ἀ. δικαίων <i>SIG</i> 1211.3, cf. <i>SEG</i> 26.691.3 (Tesalia).
}}
{{grml
|mltxt=[[ἀπελευθερικός]], -ή, -όν (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει στην [[τάξη]] των απελευθἐρων<br /><b>2.</b> αυτός που αναφέρεται στους απελεύθερους.
}}
}}

Revision as of 06:23, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπελευθερικός Medium diacritics: ἀπελευθερικός Low diacritics: απελευθερικός Capitals: ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΙΚΟΣ
Transliteration A: apeleutherikós Transliteration B: apeleutherikos Transliteration C: apeleftherikos Beta Code: a)peleuqeriko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A in the condition of a freedman, ἄνθρωπος Plu.Sull.1, Cic.7; γυνή PGnom.83 (ii A.D.); γένος Str.8.6.23.    II relating to freedmen, νόμοι D.ap.Poll.3.83.

German (Pape)

[Seite 286] = folgdm, Plut. Syll. 1 Cic. 7.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπελευθερικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς τὴν τάξιν τῶν ἀπελευθέρων, Πλουτ. Σύλλ. 1, Κικ. 7.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
d’affranchi, fils d’affranchi.
Étymologie: ἀπελεύθερος.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
1 liberto, ἄνθρωπος Plu.Cic.7, Sull.1, γυνή PGnom.28, 29 (II d.C.), γένος Str.8.6.23.
2 relativo a los libertos νόμοι D. en Poll.3.83, ἀπέλυσεν τῶν ἀ. δικαίων SIG 1211.3, cf. SEG 26.691.3 (Tesalia).

Greek Monolingual

ἀπελευθερικός, -ή, -όν (Α)
1. αυτός που ανήκει στην τάξη των απελευθἐρων
2. αυτός που αναφέρεται στους απελεύθερους.